Cookies management by TermsFeed Cookie Consent
Τελευταίες Ειδήσεις

Ανακοινωθέντα

01-12-2020 13:35

Ευπαθείς στην Κύπρο είναι ένα τεράστιο ποσοστό νέων ανθρώπων – Πιο χαλαρά μέτρα ακόμα και μετά το εμβόλιο

Συνέντευξη Τύπου μελών την Συμβουλευτικής Επιστημονικής Επιτροπής για τον κορωνοϊό

Ευπαθείς στην Κύπρο είναι ένα τεράστιο ποσοστό νέων ανθρώπων, επεσήμανε σήμερα ο Επικεφαλής της Συμβουλευτικής Επιστημονικής Επιτροπής για τον κορωνοϊό (ΣΕΕ) Καθηγητής Κωνσταντίνος Τσιούτης, μιλώντας στη συνέντευξη Τύπου που παρέθεσε μαζί με τη Σύμβουλο του Υπουργού Υγείας και μέλος της ΣΕΕ κα Ζωή-Δωροθέα Πανά και τον Πρόεδρο της Τεχνικής Επιτροπής για την κατηγοριοποίηση των χωρών και μέλος της ΣΕΕ κ. Γιώργο Νικολόπουλο. Τα μέλη της ΣΕΕ τόνισαν πως ακόμα και μετά τον εμβολιασμό του πληθυσμού, θα συνεχίσουμε να ζούμε με μέτρα, αν και αυτά θα είναι πιο χαλαρά.

Στην αρχική του τοποθέτηση, ο Καθηγητής Κωνσταντίνος Τσιούτης έκανε ιδιαίτερη αναφορά στις εικόνες συνωστισμού που καταγράφηκαν τις τελευταίες ημέρες «είτε σε πολυκαταστήματα και εμπορικά κέντρα, είτε σε χώρους λατρείας, εκκλησίες, κλπ».

«Είδαμε, δυστυχώς, μεγάλο αριθμό συμπολιτών μας να συνωστίζονται σε διάφορους χώρους, καταστήματα, πολυκαταστήματα, χώρους λατρείας και εκκλησίες. Αυτά, είναι φαινόμενα που δεν θα θέλαμε να βλέπαμε και θα περιμέναμε ότι εννέα μήνες που διανύουμε τώρα μέσα στην πανδημία, ο καθένας θα είχε καταλάβει τις δικές του ευθύνες για να προστατεύσει τον εαυτό του, την κοινωνία, τους δικούς του ανθρώπους». Ως Συμβουλευτική Επιστημονική Επιτροπή, είπε ο κ. Τσιούτης, «θέλουμε να τονίσουμε, για άλλη μια φορά,  τον ρόλο που έχει ο καθένας και την ευθύνη που έχει ο καθένας μας σε αυτή την προσπάθεια. Είναι ξεκάθαρο, τέτοιες πράξεις είναι επικίνδυνες για την υγεία των γύρω μας και σίγουρα και για την αποτελεσματικότητα των μέτρων που εφαρμόζονται και ταλαιπωρούν όλους μας».

«Αντιλαμβανόμαστε ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν ανάγκη να προβαίνουν σε κάποιες ενέργειες, όπως το να παραστούν σε μια λειτουργία, αλλά να μην ξεχνάμε ότι την ίδια ώρα, έχουμε ανθρώπους που έχουν προβλήματα με την εργασία τους, έχουμε πέραν των 100 ασθενών καθημερινά στα νοσοκομεία, άρα έχουμε και 100 οικογένειες που ανησυχούν και η σύστασή μας είναι να εφαρμόζουμε τα μέτρα. Ας βάλουμε την υγεία των οικείων μας στις επιλογές που θα κάνουμε καθημερινά τις επόμενες ημέρες», είπε.

Σε ό,τι αφορά τα μέτρα που βρίσκονται σε εφαρμογή από τα μεσάνυκτα της Δευτέρας, ο κ. Τσιούτης ανέφερε ότι «όλοι μπορούμε να αντιληφθούμε ότι κάποια από τα μέτρα προκαλούν ταλαιπωρία και αντιδράσεις, ωστόσο είναι πολλά εκείνα που πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη».

Ακολούθως, ανέλυσε τα δεδομένα, όπως αυτά διαμορφώνονται τις τελευταίες ημέρες. «Θα ήθελα να κάνω αναφορά στον μεγάλο αριθμό εξετάσεων που γίνονται κάθε μέρα. Έχουν πολλαπλασιαστεί τα τεστ και αυτά μας έχουν δώσει πάρα πολλές πληροφορίες. Μας έχουν βοηθήσει να βγάλουμε πολλά σημαντικά συμπεράσματα και να δούμε την όποια βελτίωση έχουμε, είτε τοπικά είτε σε όλη τη χώρα».

Για την ετοιμότητα του Συστήματος Υγείας ανέφερε ότι «υπάρχει ένα πολύ λεπτομερές πλάνο. Φθάσαμε αρκετά κοντά σε ένα κρίσιμο όριο, αλλά έχουμε ακόμα μεγάλη εφεδρεία για να εξυπηρετήσουμε τους ασθενείς μας» Βεβαίως, επεσήμανε, «να μην ξεχνάμε ότι όσο αυξάνεται η πληρότητα των κλινών, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να προσφέρονται οι άλλες υπηρεσίες υγείας και αυτό δεν θέλουμε να το δούμε να συμβαίνει».

Αναφερόμενος στην αντιμετώπιση της πανδημίας στην Κύπρο, ο κ. Τσιούτης ανέφερε ότι «η Κύπρος είχε σημαντικές επιτυχίες μέχρι τώρα. Είμαστε σε πολύ κρίσιμο επίπεδο βεβαίως τώρα, αλλά να μην ξεχνάμε και τα θετικά που έχει καταφέρει η Κύπρος». Συγκεκριμένα, όπως εξήγησε ο Καθηγητής, «η Κύπρος, πέρασε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς μεγάλο πρόβλημα και όπου παρουσιάζονταν κάποιες εξάρσεις, αντιμετωπίζονταν γρήγορα». Ταυτόχρονα, η Κύπρος έχει μια τεράστια αναλογία εργαστηριακών ελέγχων και οι μαζικοί έλεγχοι που γίνονται τις τελευταίες εβδομάδες έχουν προσθέσει και σε αυτό». Το σημαντικότερο, είπε, «είναι το γεγονός ότι η Κύπρος είναι από τις λίγες χώρες της Ευρώπης που δεν έχουν φθάσει σε σημείο κορεσμού των δεικτών του Συστήματος Υγείας και αυτό είναι κάτι το οποίο θέλουμε να κρατήσουμε».

Από πλευράς του και αναλύοντας τα επικαιροποιημένα επιδημιολογικά δεδομένα, ο Καθηγητής Γιώργος Νικολόπουλος ανέφερε ότι «εξακολουθούμε να παρατηρούμε ότι οι 8 στις 10 επιβεβαιωμένες περιπτώσεις αποτελούν εγχώριες λοιμώξεις». Σε ό,τι αφορά στους θανάτους, «φθάσαμε τους 49 με τη θνητότητα να βρίσκεται στο 0,5%». Περαιτέρω, ως χώρα, «εξακολουθούμε να κινούμαστε σε μέσους όρους μεταξύ 200 και 250 περιστατικών την ημέρα και τις προηγούμενες ημέρες είχαμε και ημερήσιο αριθμό πάνω από τα 300. Αν λάβουμε υπόψη ότι είχαμε πολύ μεγάλο αριθμό τεστ αυτό μας δείχνει ότι βρισκόμαστε σε σταθερά ψηλά επίπεδα, αλλά θα επιθυμούσαμε να το μειώσουμε αυτό».

Για την αναλογία κρουσμάτων ανά 100,000 πληθυσμού, ο κ. Νικολόπουλος εξήγησε ότι «η Πάφος κινείται καθαρά προς τα κάτω και έχει πέσει στα 130/100,000 και η Λεμεσός παρουσιάζει μια σαφή μείωση». Σε παγκύπρια κλίμακα, η αναλογία βρίσκεται πάνω από το 300/100,000 ενώ η Αμμόχωστος έχει ξεπεράσει αυτή τη στιγμή τη Λεμεσό, η Λευκωσία επίσης παρουσιάζει αύξηση και ακολουθεί η Λάρνακα». Επομένως, είπε, «βλέπουμε ότι οι τρεις από τις τέσσερις επαρχίες συγκλίνουν στο ίδιο επίπεδο και αυτό δικαιολογεί και τον παγκύπριο χαρακτήρα των μέτρων».

Σε ό,τι αφορά στα δεδομένα που αφορούν το Σύστημα Υγείας, «παρακολουθούμε τους δείκτες. Κατά μέσο όρο έχουμε εννέα εισαγωγές κάθε μέρα. Εξακολουθούμε να είμαστε σε ψηλά επίπεδα χωρίς να βλέπουμε κάποια τάση για μείωση». Για τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, «έχουμε μια κορυφή, ψηλότερη από την πρώτη φάση της πανδημίας. Φθάσαμε κάποια μέρα στους 17 ασθενείς στη ΜΕΘ. Σε κάθε περίπτωση αυτό αποτελεί ένα βασικό δείκτη στον οποίο δίνουμε σημασία».

Απαντώντας σε ερώτηση για την επιδημιολογική εικόνα που παρουσιάζει η Αμμόχωστος, ο κ. Νικολόπουλος ανέφερε ότι «σε αυτό που βλέπουμε έχουν συμβάλλει και τα πολλά τεστ που γίνονται και μπήκαν τώρα και τα αντιγονικά τεστ και κρατάμε λίγο πιο ανησυχητικό το γεγονός ότι στα τεστ ταχείας διάγνωσης, βλέπουμε το ποσοστό θετικότητα, να έχει μια αυξητική τάση. Νομίζω ότι πρέπει να περιμένουμε κάποιες μέρες να δούμε αν θα αποδώσει η παγκύπρια στρατηγική. Σε κάθε περίπτωση όμως, χρειάζεται επαγρύπνηση και παρακολούθηση στην Αμμόχωστο».

Ερωτηθείς για τα όρια που έχουν θέσει οι επιστήμονες και στα οποία θα βασιστούν οι επόμενες εισηγήσεις τους σε συνάρτηση και με την περίοδο των Χριστουγέννων, ο κ. Νικολόπουλος απάντησε ότι «δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος αριθμός για να τον πούμε. Θα έλεγα ότι από τη στιγμή που έχουμε τον δείκτη των 150/100,000 πληθυσμού, βλέπουμε ότι έχουμε αυξημένο φορτίο. Από εκεί και πέρα, κοιτάμε τις διαγνώσεις μέσα στον πληθυσμό, τον αριθμό αναπαραγωγής, ο οποίος στη Λεμεσό και στην Πάφο έχει πέσει κάτω από το 1, ενώ στις άλλες τρεις Επαρχίες είναι πάνω από το 1 και για εμάς παίζει μεγάλο ρόλο και το τι συμβαίνει στο Σύστημα Υγείας. Επίσης, δίνουμε μεγάλη σημασία και στο ποσοστό θετικότητας, άρα είναι πολλά στοιχεία τα οποία κοιτάζουμε». Εκείνο «που ίσως θα μπορούσε να μας  βοηθήσει κάπως είναι να δούμε να σταματά αυτή η αύξηση που τώρα βλέπουμε στις τρεις Επαρχίες και ιδανικά, να δούμε και κάποια πτώση».

Σε παρέμβασή του για την ίδια ερώτηση, ο Καθηγητής Κωνσταντίνος Τσιούτης ανέφερε ότι «δεν ενεργούμε χρησιμοποιώντας μόνο αντικειμενικά επίπεδα και δείκτες, αλλά συνδυάζουμε τις διαπιστώσεις μας. Οι περισσότερες χώρες έφθασαν στον εγκλεισμό, διότι είχαν φθάσει σε σημείο κορεσμού τα Συστήματα Υγείας. Αυτό είναι και για εμάς πολύ σημαντικό. Από εκεί και πέρα έχουμε άλλους δείκτες που μπορεί να μας δείξουν την πορεία που ακολουθούμε, αλλά από μόνοι τους δεν μπορούν να μας πουν κάτι. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα κριτήρια για να προχωρήσουμε σε αποκλιμάκωση των μέτρων».

Ο Επικεφαλής της Συμβουλευτικής Επιστημονικής Επιτροπής ανέφερε καταλήγοντας ότι «το να βλέπουμε να πέφτουν οι δείκτες δεν σημαίνει ότι έχουμε φύγει από τον κίνδυνο» και εξήγησε, «όταν λέμε για τις ευπαθείς ομάδες πρέπει να γνωρίζουμε ότι ευπαθείς στην Κύπρο είναι ένα τεράστιο ποσοστό νέων ανθρώπων. Επίσης, δεν βλέπουμε μόνο τον αριθμό ή το ποσοστό των θανάτων, επειδή κάποιοι επαναλαμβάνουν συνεχώς τα χαμηλά ποσοστά, βλέπουμε παράλληλα τη διάρκεια νοσηλείας των ασθενών, τον χρόνο που θα χρειαστούν μετά για να επανέλθουν, τα χρόνια προβλήματα που τους αφήνει η νόσος και τους υποχρεώνει να χρειάζονται μακροχρόνια φροντίδα. Δεν κοιτάμε ποτέ ένα δείκτη για να συμπεράνουμε πόσο βαριά είναι μια νόσος». Ακόμα κι όταν έρθει ο εμβόλιο, τόνισε, «θα υπάρχουν μετρά για κάποιο διάστημα, ίσως πιο χαλαρά, αλλά θα υπάρχουν».

Πολύτιμο εργαλείο για την αντιμετώπιση της πανδημίας το εμβόλιο

«Ο εμβολιασμός είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για την ανθρωπότητα και έχει βοηθήσει στην εξάλειψη σοβαρών λοιμωδών νοσημάτων στο παρελθόν» ανέφερε αρχίζοντας την παρουσίαση της για τις διαδικασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη και αφορούν τον εμβολιασμό του πληθυσμού με το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού, η Καθηγήτρια Ζωή-Δωροθέα Πανά. «Γίνεται ένας αγώνας δρόμου έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε σε επίπεδο ΕΕ, για όλες τις χώρες ταυτόχρονη και δίκαιη παράδοση εμβολίων, με το ίδιο κόστος». Η Κυπριακή Δημοκρατία, πρόσθεσε, «συμμετέχει σε όλες τις κεντρικές διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Έχει προηγηθεί κεντρική διαδικασία προαγοράς και παραγγελίας εμβολίων, έχει επιτευχθεί σύναψη συμβολαίου με έξι εταιρείες και όσον αφορά το κόστος, αλλά και την ποσότητα, η οποία καθορίζεται ανάλογα με τον πληθυσμό. Ταυτόχρονα, «έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία παραγγελίας με τρεις εταιρείες και αναμένεται για άλλες δύο εταιρείες και αναμένεται να δούμε και μια ακόμα εταιρεία».

Σε ό,τι αφορά στη συντήρηση, «γίνεται προετοιμασία, όπως προετοιμασία γίνεται και σε ό,τι αφορά στην παραγγελία των εμβολίων. Στην πλειοψηφία των εμβολίων, τα δεδομένα που δίνουν οι εταιρείες λένε ότι αποτελούνται από 2 δόσεις (με εξαίρεση μια εταιρεία). Κάθε εταιρεία έχει εκδώσει ένα πλάνο παράδοσης των ποσοτήτων και συγκεκριμένα για το τέλος του 2020, δύο εταιρείες έχουν αναφέρει ότι θα είναι έτοιμες να διανείμουν τις πρώτες ποσότητες στις χώρες της Ευρώπης».

Για την αξιολόγηση των εμβολίων, η κ. Πανά ανέφερε ότι «όλα να εμβόλια για να εγκριθούν πρέπει να ολοκληρώσουν όλες τις απαιτούμενες διαδικασίες. Στις κλινικές μελέτες, δίνουμε έμφαση στην «φάση 3», όπου μελετάται η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια των εμβολίων και με τα δεδομένα αυτά παραχωρείται και η σχετική αδειοδότηση από τα αρμόδια όργανα που στην περίπτωση της ΕΕ είναι ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων».

Περαιτέρω, σε κάθε χώρα της ΕΕ έχουν δοθεί στα μέσα Οκτωβρίου «οδηγίες σχετικά με κάποιους πυλώνες που πρέπει να διασφαλιστούν και αυτοί οι πυλώνες είναι η προτεραιοποίηση των ομάδων, η εξασφάλιση δομών και υποδομών, η  καταγραφή και παρακολούθηση των εμβολίων». Επίσης, «έχουν  δοθεί οδηγίες για τον καταρτισμό σχεδιασμού και σε αυτή την προσπάθεια έχει συμβάλει στην έκδοση ενός εγγράφου, δίνοντας τις ομάδες του πληθυσμού στις οποίες πρέπει να δοθεί προτεραιότητα και η επιστημονική επιτροπή». Οι ομάδες αυτές είναι «οι επαγγελματίες υγείας, οι ενήλικες που έχουν αυξημένο κίνδυνο για σοβαρή νόσηση και κάποιοι εργαζόμενοι της πρώτης γραμμής».

Για τον χρόνο παραλαβής των πρώτων ποσοτήτων εμβολίων, η κ. Πανά ανέφερε ότι «δύο εταιρείες μέχρι στιγμής έχουν δεσμευτεί ότι θα δώσουν τις πρώτες δόσεις των εμβολίων μέσα με τέλη Δεκεμβρίου και αν όλα πάνε καλά και λάβουν αυτά τα εμβόλια την αδειοδότηση, τότε μετά από λίγες ημέρες θα μπορεί να ξεκινήσει και η διάθεση τους».

Η διαδικασία παρακολούθησης της αποτελεσματικότητα και της ασφάλειας των εμβολίων, τόνισε η κ. Πανά «θα συνεχιστεί και σε αυτό που λέμε μετεγκριτική φάση. Όταν δηλαδή τα εμβόλια θα αρχίσουν να χορηγούνται και εμείς θα συνεχίζουμε να παρακολουθούμε την ασφάλεια τους. Αυτό θα γίνει και στην Κύπρο με τη βοήθεια ενός ειδικούς λογισμικού».

Σε ό,τι αφορά στον εμβολιασμό των παιδιών, «μόνο δύο μελέτες  έχουν περιλάβει και τα παιδιά και αυτό που τώρα γνωρίζουμε, είναι ότι δεν θα περιληφθούν στις πρώτες ομάδες στην προτεραιοποίηση. Ωστόσο, αναμένουμε ότι στη συνέχεια, θα πρέπει τα εμβόλια αυτά να λάβουν νέα έγκριση και για τα παιδιά».

Απαντώντας σε ερώτηση για το ποσοστό του πληθυσμού που θα πρέπει να εμβολιαστεί η κ. Πανά εξήγησε ότι «πρόκειται για ένα μείζον ερώτημα για το οποίο η αρχική βιβλιογραφία ανέφερε ότι θα πρέπει να καλυφθεί το 60% με 70% του πληθυσμού. Αυτό όμως ίσως να μην ισχύει. Εμείς πάμε με δεδομένο να καλύψουμε, κατά το δυνατό, ολόκληρο τον πληθυσμό, εάν και οι ίδιοι οι πολίτες το επιθυμούν». Από εκεί και πέρα, πρόσθεσε, «όταν θα αρχίσει η διαδικασία, θα μπορέσουμε μάλλον να μιλήσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια».

Οι τρεις επιστήμονες επεσήμαναν ότι «οι πολίτες πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί όταν ενημερώνονται για θέματα που αφορούν την πανδημία». Σε ερώτηση για τις φήμες που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο και κάνουν λόγο για «παρέμβαση» του εμβολίου κατά του κορωνοϊού στο ανθρώπινο DNA, η κ. Πανά ανέφερε ότι «οι κατηγορίες των τεχνολογιών που χρησιμοποιούνται για τα εμβόλια, είναι τρεις. Η μια αφορά την ομάδα της «πρωτεΐνης». Δηλαδή, αφορά μια εξειδικευμένη πρωτεΐνη, την πρωτεΐνη «S», η οποία βοηθά το ανοσιακό σύστημα να «ξυπνήσει». Η δεύτερη αφορά τον «φορέα», είναι δηλαδή ένα νανοσωματίδιο, το οποίο ομοιάζει πάρα πολύ με τον κορωνοϊό, άρα «ξεγελά» το ανοσιακό σύστημα και «η τρίτη αφορά αυτό που έχει να κάνει με το MRNA το οποίο και πάλι ξυπνά τον οργανισμό. Δεν είναι γενετικό υλικό το οποίο μπορεί να αντιγραφεί. Δεν φαίνεται ότι παρεμβαίνει σε κυτταρικό επίπεδο και σε μηχανισμούς, ώστε να δημιουργήσει πρόβλημα στον οργανισμό».

Στόχος, είπε η κ. Πανά «δεν είναι να πείσουμε εμείς τους πολίτες. Στόχος είναι να κατανοήσει ο καθένας από εμάς τη σημασία και την συμβολή τους εμβολιασμού στην προσπάθεια για αντιμετώπιση του κορωνοϊού» και ξεκαθάρισε ότι «δεν έχει γίνει καμία συζήτηση μέχρι τώρα για να είναι υποχρεωτικός  ο εμβολιασμός».

Σε παρέμβασή του, ο Καθηγητής Γιώργος Νικολοπουλος ανέφερε ότι «είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι βλέπουμε ένα φως στην άκρη του τούνελ. Το γεγονός ότι έχουν ανακοινωθεί κάποια πράγματα για κάποια εμβόλια με ενθαρρυντικά μηνύματα είναι πολύ θετικό. Περιμένουμε να δούμε τώρα και τις  επίσημες δημοσιεύσεις στα έγκριτα επιστημονικά περιοδικά».

Καταλήγοντας, ο κ. Νικολόπουλος τόνισε «τον ρόλο που διαδραμάτισαν τα εμβόλια στις αρχές του περασμένου αιώνα. Το προσδόκιμο ηλικίας δεν ξεπερνούσε τα 40 χρόνια, τώρα ζούμε κατά μέσο όρο 80 χρόνια. Να θυμίσω την ευλογία, η οποία εξαλείφθηκε, αλλά και άλλες ασθενείς και να κάνουμε τη σύγκριση όπου αντίθετα, σε άλλους ιούς όπως το AIDS, όπου δεν υπάρχει ακόμα εμβόλιο, εξακολουθούμε να ζούμε μια επιδημία».

Από πλευράς του ο Καθηγητής Κωνσταντίνος Τσιούτης, χαρακτήρισε «τουλάχιστον αστείους» τους ισχυρισμούς, «περί τροποποίησης του DNA». «Όποιος μη ειδικός βγαίνει και λέει αυτά τα πράγματα πρέπει να αναλαμβάνει και τις ευθύνες του για αυτά που λέει δημόσια. Πρέπει να εμπιστευόμαστε τις επίσημες πηγές. Αυτό το τονίζουμε για ακόμα μια φορά και για εμάς, που ανήκουμε σε αυτό τον χώρο, είναι πάρα πολύ εύκολο να αντικρούσουμε τα όσα κάποιοι λένε και υποστηρίζουν».

(MKY)