03-04-2024 11:18
Ομιλία του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ. Γιώργου Σαββίδη στην Ημερίδα Διοικητικού Δικαίου, του Ιδρύματος Κοινοβουλευτισμού και Συμμετοχικής Δημοκρατίας της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Ακαδημίας της Νομικής Υπηρεσίας
«Το ζήτημα της επέκτασης του ουσιαστικού ελέγχου στις διοικητικές διαφορές και της συμμόρφωσης της Διοίκησης στις αποφάσεις επί των διοικητικών διαφορών»
Ευχαριστώντας όλους για την εδώ παρουσία σας, σάς καλωσορίζω στην επιστημονική Ημερίδα Διοικητικού Δικαίου που διοργανώνεται από το νεοσύστατο Ίδρυμα Κοινοβουλευτισμού και Συμμετοχικής Δημοκρατίας της Βουλής των Αντιπροσώπων, σε συνεργασία με την Ακαδημία και τον Τομέα Διοικητικού Δικαίου της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας. Αυτή είναι η πρώτη από κοινού εκπαιδευτική διοργάνωση που γίνεται με τη Βουλή των Αντιπροσώπων και η παρουσία τόσων εκλεκτών ομιλητών και προσκεκλημένων τιμά τους διοργανωτές και την Ακαδημία της Νομικής Υπηρεσίας, η οποία σε σύντομο χρονικό διάστημα από τη λειτουργία της, έχει αναδείξει τον ρόλο και το έργο που οραματιστήκαμε κατά τη σύστασή της.
Χωρίς χρονοτριβή, επί του αντικειμένου της ημερίδας και εκτιμώντας ως άκρως ενδιαφέροντα τα θέματα στα οποία οι εκλεκτοί ομιλητές θα ενδιατρίψουν στη συνέχεια, η τοποθέτησή μου θα εστιάσει σε δύο φλέγοντα κύρια ζητήματα που άπτονται του Διοικητικού Δικαίου, ήτοι του ζητήματος της επέκτασης των διοικητικών διαφορών ουσίας στον διοικητικό δικανικό έλεγχο, και του ζητήματος της συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις αποφάσεις των Διοικητικών Δικαστηρίων.
Εκ προοιμίου, δεν θα μπορούσα -έστω και επιγραμματικά- να μην αναφερθώ στη νευραλγική θέση που το Διοικητικό Δίκαιο κατέχει στην κυπριακή έννομη τάξη. Θέση αδιαμφισβήτητα βαρύνουσας σημασίας για την εμπέδωση της αναγκαίας σχέσης εμπιστοσύνης των πολιτών με το Κράτος. Αυτό το «παντοδύναμο Κράτος» που όμως οφείλει να σέβεται τα δικαιώματα των πολιτών του και να δρα σύμφωνα με τις αρχές του Κράτους Δικαίου, εφαρμόζοντας ευλαβικά τα αξιώματα της Αρχής της Νομιμότητας και της Χρηστής Διοίκησης.
Τούτου λεχθέντως οφείλω να παρατηρήσω ότι στην ελληνική έννομη τάξη -από όπου αντλείται κατά κύριο λόγο η παράδοση του Διοικητικού Δικαίου της Κύπρου- o έλεγχος ουσίας πέραν από τον έλεγχο νομιμότητας που διεξάγει το Δικαστήριο έχει επέλθει εδώ και δεκαετίες. Πάρα ταύτα, στην Κύπρο αυτό επιχειρείται για πρώτη φορά το 2015. Αναφέρομαι στην 8η Τροποποίηση του Συντάγματος και εν συνεχεία, στη θέσπιση του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου του 2015 και του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, με τους οποίους Ειδικά Διοικητικά Δικαστήρια είναι πλέον αρμόδια για την εκδίκαση Προσφυγών, σε πρώτο βαθμό.
Πέραν λοιπόν της λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου το 2016 και της λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας το 2019, αλλά και της «μεταβίβασης» της διοικητικής δικαιοσύνης κατά βάσιν πλέον σε Ειδικά Δικαστικά Όργανα, το 2015 εισάγεται η κατ’ εξαίρεση, δυνατότητα ουσιαστικού ελέγχου των διοικητικών διαφορών, περιοριζόμενη όμως από το ίδιο το Σύνταγμα σε φορολογικά ζητήματα και σε ζητήματα διεθνούς προστασίας κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πάντοτε υπό την επιφύλαξη της νομοθετικής πρόβλεψης.
Εννέα χρόνια μετά και δη το 2022, με σύμμαχο πλέον τη θετική δικαστική εμπειρία, διά της 17ης Συνταγματικής Τροποποίησης, μιας συνταγματικής τροποποίησης που επήλθε με πρωτοβουλία του εμπνευστή της σημερινής εκδήλωσης, κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΔΗΚΟ, βουλευτή και φίλου Πανίκου Λεωνίδου, αίρεται πλέον ο καθ’ ύλην συνταγματικός περιορισμός που αφορούσε την εξέταση ζητημάτων ουσίας σε φορολογικά θέματα και θέματα ασύλου, διανοίγοντας πλέον το πλαίσιο περαιτέρω ουσιαστικοποιήσεως των διοικητικών διαφορών, «ως νόμος ήθελε ορίσει».
Κι’ αυτό, κατ’ ακολουθίαν της γενικότερης τάσεως, στην οποία ήδη βαίνουν τα Ηπειρωτικά Δικαιϊκά συστήματα από όπου η κυπριακή έννομη τάξη αντλεί καθοδήγηση αναφορικά με το Διοικητικό Δίκαιο. Αλλά, και της εμπέδωσης των ευρωπαϊκών επιταγών για «πλήρη δικαιοδοσία», κατά κύριο λόγο, σε σχέση με διαφορές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Μολονότι βεβαίως -όπως έχει ήδη κριθεί- η έννοια του ακυρωτικού ελέγχου δεν ανατρέπει a priori την επιταγή για ανάληψη πλήρους δικαιοδοσίας από τα δικαστικά όργανα επίλυσης διοικητικών διαφορών και ούτε και αποσοβεί την επάρκεια του εθνικού ακυρωτικού δικαστή, εντούτοις, η γενικότερη τάση στο πλαίσιο του Διοικητικού Δικαίου οδεύει προς μια ευρύτερη ουσιαστικοποίηση των διοικητικών διαφορών. Τάση, συμπλέουσα περισσότερο με το πνεύμα της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, παρέχοντας στον διοικητικό δικαστή την εξουσία τελειωτικής επίλυσης της διαφοράς χωρίς την ανάγκη αναπομπής του ζητήματος και πάλι στη Διοίκηση, και παρέχοντας τοιουτοτρόπως αποτελεσματικότερη και αμεσότερη προστασία στον πολίτη.
Ευελπιστώ, ότι η επέκταση των ουσιαστικών διαφορών θα προσδώσει στους πολίτες αυτού του Κράτους, περαιτέρω εφόδια και εχέγγυα για την άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων τους. Εφόδια και εχέγγυα που με τη σειρά τους θα ενισχύουν τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ Κράτους και Πολιτών, την τόσο αναγκαία για την επιδιωκόμενη ειρηνική συνύπαρξή τους, που δεν μπορεί παρά να είναι ο στόχος του όλου Δικαιϊκού μας συστήματος.
Βαίνοντας τώρα στον δεύτερο πυλώνα της παρούσας ημερίδας, είναι γεγονός ότι ο συνταγματικός νομοθέτης ανήγαγε σε συνταγματική την υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις ακυρωτικές αποφάσεις, σύμφωνα με το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος. Η Διοίκηση οφείλει να συμμορφώνεται ενεργά με αυτές, στο πλαίσιο της Αρχής της Νομιμότητας, της Χρηστής Διοίκησης και του Κράτους Δικαίου.
Όμως, πρακτικά, όσον αφορά στη συμμόρφωση με τις ακυρωτικές δικαστικές αποφάσεις, δεν μπορώ παρά να επαναλάβω ότι δικαστικές αποφάσεις που δεν μπορούν να εξεύρουν πραγματικό αντίκρισμα, αφήνουν το δικαιϊκό μας σύστημα έκθετο.
Όπως έχει κατά καιρούς υποδείξει και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο δεν είναι μόνον ένα θεωρητικό δικαίωμα που διασφαλίζει την αναγνώριση μιας αξίωσης από μια οριστική δικαστική απόφαση, αλλά περιλαμβάνει και τη νόμιμη προσδοκία ότι η απόφαση θα εκτελεστεί. Αποφάσεις δικαστηρίων που τυχόν καθυστερήσουν να πραγματωθούν επί της ουσίας, δύνανται να οδηγήσουν σε καταρράκωση του Κράτους Δικαίου και σε κλονισμό της αναγκαίας σχέσης εμπιστοσύνης των πολιτών με το Κράτος.
Ως θεσμός θεματοφυλακής του Κράτους Δικαίου, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δεν μπορεί παρά να ενθαρρύνει τη διαδικασία τελεσφόρησης του σχετικού νομοσχεδίου για τη συμμόρφωση με τις δικαστικές αποφάσεις, το οποίο σήμερα τυγχάνει επεξεργασίας από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως. Με την ψήφιση εν τέλει του νομοσχεδίου αυτού σε νόμο, θα σηματοδοτηθεί, ευελπιστώ, ένα νέο κεφάλαιο περαιτέρω ενδυνάμωσης και ενίσχυσης της σχέσης εμπιστοσύνης των πολιτών με το Κράτος, καθώς και επιπρόσθετης αναβάθμισης της έννοιας του Κράτους Δικαίου και της Αρχής την Νομιμότητας της διοικητικής δράσης, η οποία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Αυτή λοιπόν η συζήτηση, θεωρώ ότι θα αποτελέσει υπόβαθρο για περαιτέρω εξέλιξη του Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου στις υπό συζήτηση θεματικές. Όπως λοιπόν και με τη δημιουργία του Κυπριακού Διοικητικού Δικαστηρίου, έτσι και σε αυτήν την πολύ σημαντική καμπή της εξέλιξής του, αναζητείται η δημιουργική καθοδήγηση του ελληνικού παραδείγματος. Είμαι βέβαιος ότι οι σημερινοί προσκεκλημένοι θα συνεισφέρουν με τον λόγο τους στις αρχόμενες συζητήσεις, για τα ιδιαίτερα σημαντικά και επίκαιρα αυτά ζητήματα.
Ολοκληρώνοντας, επιτρέψτε μου να συγχαρώ θερμά τον φίλο βουλευτή Πανίκο Λεωνίδου που πέραν από το ό,τι ανέφερα προηγουμένως για την ανάληψη της νομοθετικής πρωτοβουλίας για τη θέσπιση της 17ης τροποποίησης του Συντάγματος, είχε την έμπνευση για τη διοργάνωση της σημερινής εκδήλωσης, τη Γενική Διευθύντρια της Βουλής των Αντιπροσώπων κα Τασούλα Ιερωνυμίδου που αγκάλιασε την πρωτοβουλία, καθώς βεβαίως και την υπεύθυνη της Ακαδημίας της Νομικής Υπηρεσίας, Εισαγγελέα δρα Δέσποινα Κυπριανού και την Εκτελεστική Γραμματεία της Ακαδημίας μας, όπως και όλους όσους δούλεψαν σκληρά για τη διοργάνωση της σημερινής εκδήλωσης. Ευχαριστώ ιδιαίτερα την έντιμη Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, τη φίλη Αννίτα Δημητρίου, για την αποδοχή της συνδιοργάνωσης της ημερίδας από το νεοσυσταθέν Ίδρυμα Κοινοβουλευτισμού και Συμμετοχικής Δημοκρατίας της Βουλής των Αντιπροσώπων και την Ακαδημία της Νομικής Υπηρεσίας. Μια δράση που εμπίπτει στην κοινή, πιστεύω, επιθυμία για σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, μια σύσφιξη που θέσαμε ως στόχο με τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα από τότε που αναλάβαμε τα ηνία της Νομικής Υπηρεσίας.
Ευχαριστώ τέλος τους διακεκριμένους ομιλητές για την εδώ παρουσία τους, όντας βέβαιος ότι η σημερινή ημερίδα θα δώσει τροφή για σκέψη στις υπό εξέταση τροποποιήσεις του Διοικητικού Δικαίου στη χώρα μας. Είμαι βέβαιος ότι όλοι όσοι παρευρίσκονται σήμερα εδώ θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν μια καθόλα επωφελή και γόνιμη συζήτηση.
(ΜΛ)
Σχετικά Ανακοινωθέντα
11-12-2024 10:24
Κενές Θέσεις στη Δημόσια Υπηρεσία
06-12-2024 15:14
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας για θέματα επικαιρότητας
04-12-2024 12:01
Κενές Θέσεις στη Δημόσια Υπηρεσία