Cookies management by TermsFeed Cookie Consent
Τελευταίες Ειδήσεις

Ανακοινωθέντα

16-10-2018 12:01

Ομιλία Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Νίκου Αναστασιάδη στο Συνέδριο «Προεδρική Δημοκρατία vs Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας»

«Οι δύο όψεις της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας: Προεδρική και Κοινοβουλευτική Δημοκρατία»

Θα ήθελα κατ’ αρχήν να συγχαρώ τους διοργανωτές, τη Βουλή των Αντιπροσώπων και το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία. Πραγματικά είναι μια σημαντική ευκαιρία να συζητηθούν τα πλεονεκτήματα, τα μειονεκτήματα, οι διαφορές ανάμεσα στα δύο συστήματα.

Θέλω να ελπίζω ότι καλό θα ήταν, με δεδομένες τις συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα αυτές τις μέρες, να διοργανωθεί μια ανάλογη Ημερίδα σε επίπεδο επιστημόνων που συμμετέχουν στο σημερινό Συνέδριο, έτσι ώστε να εξεταστούν τα θέματα της ομοσπονδίας, της συνομοσπονδίας, τι σημαίνει αποκέντρωση εξουσιών, πόσο αποδυναμώνεται η ομοσπονδία ή πόσο ενδυναμώνεται η βιωσιμότητα της λύσης. Όλα αυτά είναι σημαντικά και απολύτως επίκαιρα και θεωρώ ότι θα ήταν μια καλή αφορμή να ακουστούν οι γνώμες εκείνων που μελετούν και εμβαθύνουν σε ανάλογα θέματα, και όχι πολιτικές σκοπιμότητες που πολλές φορές υπαγορεύουν σε εμάς τους πολιτικούς να αυθαιρετούμε ενάντια στην πολιτική επιστήμη ή σε συστήματα που λειτουργούν αλλού.

Στην ιστορική του εξέλιξη το δημοκρατικό πολίτευμα εμφανίζεται με ποικίλες μορφές. Μια κλασική διάκριση είναι εκείνη μεταξύ της άμεσης και έμμεσης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Στην άμεση δημοκρατία ο λαός, δηλαδή το σύνολο των πολιτών, ασκεί ο ίδιος την εξουσία λαμβάνοντας αποφάσεις για την ουσία των ζητημάτων και καθορίζοντας ευθέως την ακολουθητέα πολιτική. Στην άμεση δημοκρατία, ο λαός πραγματοποιεί επιλογές προσώπων που θα στελεχώσουν τα άμεσα κρατικά όργανα και αυτά θα λάβουν τις πολιτικές αποφάσεις ουσίας.

Άμεση ήταν, προφανώς, η δημοκρατία στην αρχαία πόλη κράτος, όπως συνέβαινε για παράδειγμα στην εκκλησία του Δήμου στην αρχαία Αθήνα, ενώ ως έμμεση ή αντιπροσωπευτική χαρακτηρίζεται η δημοκρατία στο σημερινό αστικό κράτος, αν και η διάκριση αυτή θεωρείται εν μέρει πια ξεπερασμένη.

Μεγαλύτερη πρακτική σημασία έχει η διάκριση ανάμεσα σε δημοκρατία με κληρονομικό ή αιρετό αρχηγό του κράτους. Στην πρώτη εκδοχή πρόκειται για βασιλευόμενη δημοκρατία, όπου ο ρόλος του κληρονομικού ηγεμόνα είναι πια, τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό χώρο, περισσότερο συμβολικός. Στη δεύτερη εκδοχή, ο αιρετός αρχηγός του κράτους, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν αποκλείεται να διαθέτει και ουσιαστικές αρμοδιότητες, συνήθως σε αντιστοιχία με το αν εκλέγεται άμεσα από τον λαό ή έμμεσα από τα νομοθετικά Σώματα ή κάποιο ειδικό, σύνθετο εκλεκτορικό Σώμα.

Έτσι, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να είναι ταυτόχρονα και ο Αρχηγός του κράτους και της Κυβέρνησης, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην Κύπρο και στις Η.Π.Α., εκλεγόμενος από τον λαό, οπότε γίνεται λόγος για προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης.

Στον αντίποδα του προεδρικού συστήματος βρίσκεται το κοινοβουλευτικό σύστημα, όπου η Κυβέρνηση εξαρτάται αποκλειστικά από το Κοινοβούλιο και μάλιστα ο αρχηγός της είναι συνήθως και αρχηγός της πλειοψηφίας, ή του μεγαλύτερου από τα κόμματα που τη συγκροτούν.

Ενδιάμεση θέση, μεταξύ προεδρικού και κοινοβουλευτικού, κατέχει το λεγόμενο ημι-προεδρικό σύστημα που έχει, για παράδειγμα, η Γαλλία. Σε αυτό συνυπάρχουν ο Πρόεδρος, που εκλέγεται απευθείας από τον λαό και ο Πρωθυπουργός. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στα προεδρικά συστήματα, η Κυβέρνηση πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, η οποία μπορεί και να την αποσύρει οποτεδήποτε.

Στη Γαλλία, τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς επιλέγει ο Πρόεδρος, ο οποίος μπορεί επιπλέον να διαλύει τη Βουλή και να προκηρύσσει δημοψήφισμα. Είναι επίσης υπεύθυνος για την άσκηση της εξωτερικής και της αμυντικής πολιτικής της χώρας γι’ αυτό άλλωστε είναι ο Πρόεδρος που μετέχει στα Συμβούλια Κορυφής της ΕΕ και όχι ο Πρωθυπουργός.

Σπάνια είναι, τέλος, η εμφάνιση του συστήματος της «κυβερνώσας Βουλής», όταν δηλαδή τα μέλη της Κυβέρνησης εκλέγονται, το καθένα ξεχωριστά, από το Κοινοβούλιο, εκπροσωπώντας συνήθως όλες ή πάντως τις σημαντικότερες, ομάδες του τελευταίου, ενώ αποκλείεται η διάλυσή του.

Ως παράδειγμα ενός τέτοιου συστήματος αναφέρεται η Ελβετία, αν και στην πραγματικότητα το πολιτικό βάρος της Κυβέρνησης καταλήγει εκεί να είναι υπέρτερο από εκείνο του Κοινοβουλίου, αφού μάλιστα δεν υπάρχει πολιτική ευθύνη της Κυβέρνησης με τη μορφή ψήφου εμπιστοσύνης.

Είναι ενδιαφέρον ότι στην Ελβετία δεν υπάρχει θέση ούτε Πρωθυπουργού, ούτε Προέδρου. Υπάρχει ο Πρόεδρος της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, ο οποίος ορίζεται ως πρώτος μεταξύ ίσων στο επταμελές Ελβετικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο. Το Συμβούλιο είναι ταυτόχρονα Κυβέρνηση και αρχηγός του κράτους.

Συνεπώς, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι το κοινοβουλευτικό, το προεδρικό και σε λιγότερο βαθμό το ημι-προεδρικό σύστημα, αποτελούν τις κύριες μορφές Κυβερνήσεως που εμφανίζονται σήμερα στο πλαίσιο του δημοκρατικού και αντιπροσωπευτικού συνταγματικού κράτους.

Από τις 114 δημοκρατίες που καταγράφονται το 2002, 45% είχαν το κοινοβουλευτικό σύστημα, 33% το προεδρικό σύστημα και 22% το ημι-προεδρικό σύστημα.

Στο σημερινό επιστημονικό συναπάντημα πραγματευόμαστε τις δύο όψεις της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, την Προεδρική και την Κοινοβουλευτική, τα ακολουθούμενα συνταγματικά μοντέλα Κύπρου και Ελλάδος. Η συζήτηση βεβαίως αυτή δεν είναι καινούργια.

Παρόλα αυτά, παραμένει ενδιαφέρουσα και επίκαιρη, γι’ αυτό και είμαι βέβαιος ότι το Συνέδριο και συγκεκριμένα οι παρεμβάσεις και η συζήτηση μεταξύ διακεκριμένων Ελλήνων και Κυπρίων ειδικών, θα συμβάλουν στον επιστημονικό διάλογο δίδοντας τροφή για σκέψη και περαιτέρω εμβάθυνση. 

Μετά τις εισαγωγικές μου επισημάνσεις, θα μου επιτρέψετε να ανατρέξω σε βασικά στοιχεία των δύο συστημάτων και να καταλήξω με μια συνοπτική παρουσίαση του κυπριακού παραδείγματος.

Ως προς την Προεδρική και Κοινοβουλευτική Δημοκρατία υπάρχουν λοιπόν δύο βασικές μορφές δημοκρατικών κυβερνήσεων. Στο κοινοβουλευτικό σύστημα η Κυβέρνηση, για να υπάρξει, αφενός εξαρτάται από την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου και αφετέρου η πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο μπορεί να απομακρύνει την Κυβέρνηση από την εξουσία - είτε ψηφίζοντας πρόταση δυσπιστίας/μομφής εναντίον της Κυβέρνησης, είτε απορρίπτοντας την ψήφο εμπιστοσύνης που έχει ζητήσει η Κυβέρνηση.

Στο προεδρικό σύστημα η Κυβέρνηση, ή για να ακριβολογούμε, ο επικεφαλής της κυβερνήσεως, υπηρετεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Στα συστήματα προεδρικού τύπου δεν υπάρχει ανάλογος με τα κοινοβουλευτικά συστήματα μηχανισμός, για την πτώση της Κυβέρνησης.

Βασικό προσδιοριστικό στοιχείο του προεδρικού συστήματος είναι η αυστηρή διάκριση των εξουσιών και ιδιαίτερα ο διαχωρισμός ανάμεσα στην εκτελεστική και στη νομοθετική εξουσία.

Ο Πρόεδρος του κράτους και ο αρχηγός της Κυβέρνησης, ανεξαρτήτως του αν εκλεγεί ή όχι από το νομοθετικό Σώμα, μόλις εκλεγεί, υπηρετεί για ορισμένη θητεία και δεν μπορεί να απομακρυνθεί από την εξουσία ακόμα κι αν ευνοεί πολιτικές στις οποίες αντιτίθεται η πλειοψηφία του Κοινοβουλίου.

Τα κοινοβουλευτικά και προεδρικά συστήματα εμφανίζουν πράγματι διαφορές σε σχέση με τα θεσμικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τη διαμόρφωση συμμαχιών εντός του Κοινοβουλίου.

Στο προεδρικό σύστημα έχεις σταθερή Κυβέρνηση, δεν έχεις όμως τη δυνατότητα, εκτός αν υπάρχουν συμμαχίες εντός του Κοινοβουλίου, να υιοθετήσεις προγράμματα. Και αυτό ίσως είναι πλεονέκτημα διότι υποχρεώνει τον Πρόεδρο να συνδιαλέγεται με τις πολιτικές δυνάμεις. Από την άλλη το κοινοβουλευτικό σύστημα εκεί και όπου υπάρχει ισχυρή πλειοψηφία, είτε μονοκομματική είτε συνασπισμού, είναι σημαντικό διότι ο Πρωθυπουργός υλοποιεί κατά γράμμα  το πρόγραμμα και συνεπώς υπάρχει μια σταθερή κυβερνητική πολιτική αλλά μπορεί να υπάρξει αστάθεια των Κυβερνήσεων διότι ανά πάσα στιγμή εκλιπούσης πλειοψηφίας ή με πρόταση μομφής που επιτυγχάνεται, η Κυβέρνηση ανατρέπεται.

Στις προεδρικές δημοκρατίες ο Πρόεδρος είναι πάντα εκείνος ο οποίος σχηματίζει Κυβέρνηση, ενώ στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες κυρίαρχο ρόλο στο σχηματισμό Κυβέρνησης διαδραματίζουν τα κόμματα.

Επιπλέον, η αποτυχία σχηματισμού Κυβέρνησης συνασπισμού οδηγεί σε διαφορετικά αποτελέσματα σε κάθε σύστημα. Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες αυτό οδηγεί, κατά κανόνα, στη διενέργεια νέων εκλογών προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους ψηφοφόρους να καθορίσουν μια νέα κατανομή των εδρών, η οποία ελπίζεται ότι θα οδηγήσει στη διαμόρφωση μιας βιώσιμης Κυβέρνησης. Στα προεδρικά συστήματα, η αποτυχία σχηματισμού ενός συνασπισμού συνεπάγεται ότι το κόμμα που στηρίζει τον Πρόεδρο είναι το μόνο που θα εξασφαλίσει θέσεις στον κυβερνητικό σχηματισμό.

Τέλος, στα προεδρικά συστήματα οι νομοθετικές εξουσίες του προέδρου και, κατά συνέπεια, ο βαθμός στον οποίο ο Πρόεδρος ελέγχει τη νομοθετική διαδικασία, διαφέρουν από τις εξουσίες της Κυβέρνησης σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα.

Τo κοινοβουλευτικό σύστημα χαρακτηρίζεται από την επιτακτική ανάγκη για την ύπαρξη πλειοψηφίας εντός του Κοινοβουλίου κάτι που απουσιάζει από το προεδρικό σύστημα. Η εν λόγω επιταγή απορρέει από το γεγονός ότι τo κοινοβουλευτικό σύστημα είναι ένα πολίτευμα στο οποίο η Κυβέρνηση, προκειμένου να αναλάβει και να διατηρήσει την εξουσία, πρέπει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του Κοινοβουλίου.

Διαφορές υπάρχουν προφανώς και στον ρόλο των κομμάτων ανάμεσα στα δύο συστήματα. Συνήθως, στα κοινοβουλευτικά συστήματα, οι κομματικοί συνασπισμοί λαμβάνουν χώρα γενικά μετά τη διενέργεια εκλογών και είναι δεσμευτικοί.

Αντίθετα, στα προεδρικά συστήματα οι συμμαχίες κομμάτων οργανώνονται συχνά πριν από τις εκλογές και είναι λιγότερο δεσμευτικές μετά τη διεξαγωγή των εκλογών. Τα κόμματα ή οι ανεξάρτητοι βουλευτές μπορούν να ενταχθούν στην αντιπολίτευση χωρίς να επιφέρουν την πτώση της Κυβέρνησης, οπότε ο Πρόεδρος μπορεί να ολοκληρώσει τη θητεία του έστω και αν τυγχάνει μερικής υποστήριξης από το Κοινοβούλιο.

Στα κοινοβουλευτικά συστήματα, τα κόμματα που δεν πειθαρχούν μπορεί να σημαίνουν την αποτυχία της εξασφάλισης πλειοψηφικής στήριξης στο Κοινοβούλιο, την ήττα των κυβερνητικών προϋπολογισμών και κατά συνέπεια την πτώση της Κυβέρνησης.

Ως εκ τούτου, προκειμένου να παραμείνουν στην Κυβέρνηση, τα πολιτικά κόμματα επιβάλλουν την πειθαρχία, έτσι ώστε τα μέλη τους στο Κοινοβούλιο να μπορούν να υπολογίζονται για να υποστηρίξουν τα νομοσχέδια που προτείνει η Κυβέρνηση.

Συμπερασματικά, θα μπορούσε να λεχθεί ότι το προεδρικό σύστημα συνεισφέρει στην κυβερνητική σταθερότητα αφού η διάρκεια που ο Πρόεδρος θα παραμείνει στην εξουσία, από τη στιγμή που θα εκλεγεί, είναι καθορισμένη και δεδομένη.

Παράλληλα, αν ο Πρόεδρος επιτύχει να εξασφαλίσει πλειοψηφία ή/και να πετύχει συμβιβασμούς εντός του Κοινοβουλίου αυτό θα βοηθήσει αποφασιστικά στην εφαρμογή των προεκλογικών του εξαγγελιών ή/και του προγράμματός του.

Αναφορικά με το κοινοβουλευτικό σύστημα, η εξασφάλιση ισχυρής πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο, ιδιαίτερα στην περίπτωση της μονοκομματικής κυβέρνησης, οδηγεί ασφαλώς στην εφαρμογή των προεκλογικών δεσμεύσεων χωρίς προσκόμματα. Ωστόσο, στην περίπτωση που την εξουσία καταλαμβάνει ένας συνασπισμός κομμάτων, προκειμένου να επιτευχθεί η απαραίτητη πλειοψηφία, ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος κατάρρευσης της κομματικής συμμαχίας με ορατό το ενδεχόμενο δημιουργίας  συνθηκών κυβερνητικής αστάθειας.

Ως κλασικό παράδειγμα κράτους προεδρικού συστήματος αναφέρεται η περίπτωση των Η.Π.Α. Στο πολίτευμα των Η.Π.Α. ο Πρόεδρος μόνος συγκροτεί την Κυβέρνηση.

Σύμφωνα με το Άρθρο ΙΙ του Συντάγματος του 1787: “The executive Power shall be vested in a President of the United States of America”.  Κυβέρνηση υπό την έννοια του συλλογικού οργάνου, προεδρευόμενη από τον Πρωθυπουργό, δεν υπάρχει.

Ασφαλώς, υπάρχουν οι Υπουργοί, οι «Γραμματείς του Κράτους» (Secretaries of State), οι οποίοι συγκαλούνται σε συνεδρίαση από τον Πρόεδρο.

Οι αποφάσεις όμως ανήκουν στον Πρόεδρο και όχι στο Υπουργικό Συμβούλιο. Οι Υπουργοί επιλέγονται από τον Πρόεδρο όχι για την άσκηση πολιτικής, αλλά για την άσκηση αρμοδιοτήτων. Η εξάρτησή τους από τον Πρόεδρο είναι πλήρης.

Ας περάσουμε τώρα στο κυπριακό παράδειγμα.

Στην Κύπρο η μορφή του πολιτεύματος καθορίζεται  από το Άρθρο 1 του κυπριακού Συντάγματος, το οποίο αναφέρει ότι «η Κυπριακή Πολιτεία είναι ανεξάρτητη και κυρίαρχη Δημοκρατία προεδρικού συστήματος». Το πολιτειακό σύστημα της Κύπρου είναι ιδιότυπο (sui generis).

Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει, μεταξύ άλλων, και από τη συνέχεια της διάταξης του Άρθρου 1, η οποία προβλέπει ότι της κυπριακής πολιτείας «...ο Πρόεδρος είναι Έλλην και ο Αντιπρόεδρος Τούρκος, εκλεγόμενοι αντιστοίχως υπό της ελληνικής και τουρκικής κοινότητος της Κύπρου».

Το κυπριακό πολίτευμα εξακολουθεί να παραμένει σε κάποιο βαθμό ιδιότυπο ακόμη και μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τα όργανα του κράτους και την εφαρμογή διαφοροποιημένου συστήματος στη βάση του Δικαίου της Ανάγκης. Παρά το γεγονός ότι το προεδρικό σύστημα που καθιερώνει το κυπριακό Σύνταγμα έχει όλα τα κλασικά χαρακτηριστικά ενός προεδρικού συστήματος, εντούτοις δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αμιγές προεδρικό σύστημα, όπως αυτό δηλαδή των Η.Π.Α. Αντιθέτως διακρίνεται από σοβαρές από αυτό αποκλίσεις.

Για παράδειγμα, ενώ στις Η.Π.Α. η εκτελεστική εξουσία ανήκει δυνάμει ρητής συνταγματικής διάταξης στον Πρόεδρο, στην Κύπρο η εκτελεστική εξουσία δεν ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Στον Πρόεδρο ανήκουν μόνο συγκεκριμένες και ρητά προσδιοριζόμενες εκτελεστικές εξουσίες. Πιο συγκεκριμένα, το Σύνταγμα προβλέπει ότι η εκτελεστική εξουσία του Προέδρου περιορίζεται στα θέματα που απαριθμεί το Άρθρο 48,  η εκτελεστική εξουσία του Αντιπροέδρου στα θέματα που απαριθμεί το Άρθρο 49, ενώ η εκτελεστική εξουσία που ασκείται από κοινού από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο περιορίζεται στα θέματα που απαριθμεί το Άρθρο 47.

Σύμφωνα με το κυπριακό Σύνταγμα, το κατ’ εξοχήν όργανο εκτελεστικής εξουσίας είναι το Υπουργικό Συμβούλιο, στο οποίο και ανήκει το κατάλοιπο (residuary) της εκτελεστικής εξουσίας. Το Υπουργικό Συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις του κατά πλειοψηφία, ο δε Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει δικαίωμα ψήφου.

Βεβαίως δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός πως ο Πρόεδρος είναι εκείνος που κατά την απόλυτη του κρίση διορίζει και παύει τους Υπουργούς της Κυβέρνησης.

Συνεπώς μπορεί να μην ασκεί αμέσως εκτελεστική εξουσία, παρά ταύτα εμμέσως δια των διοριζομένων υπουργών εφαρμόζει ή λαμβάνει αποφάσεις σύμφωνα και με το προεκλογικό του πρόγραμμα και την εντολή που έλαβε από τον λαό.

Ένας εξάλλου από τους όρους αυτούς είναι, για παράδειγμα, το δικαίωμα του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας για αναπομπή και επανεξέταση οποιαδήποτε απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου προς επανεξέταση (Άρθρο 57.2) και οριστικής αρνησικυρίας (veto) οποιασδήποτε απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου που αφορά σε εξωτερικές υποθέσεις, την άμυνα ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας (Άρθρο 57.3).

Παρ’ όλες τις παρεκκλίσεις του το σύστημα διακυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν παύει από το να είναι προεδρικό γιατί διαθέτει τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του προεδρικού συστήματος, αυτά δηλαδή της αυστηρής διάκρισης των εξουσιών και την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας από χωριστά όργανα τα οποία δεν προέρχονται από το Κοινοβούλιο και είναι ανεξάρτητα από αυτό, αλλά και γιατί ο Πρόεδρος εκλέγεται απευθείας από τον λαό για καθορισμένη περίοδο.

Είναι δε στην αυθεντική του μορφή και προτού οι συνθήκες εισάξουν διαφοροποιήσεις στη βάση του Δικαίου της Ανάγκης, ένα μοναδικό συνταγματικό παράδειγμα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με ιδιαιτερότητες που αξίζουν επιπλέον εμπεριστατωμένης ιστορικό/πολιτικής και νομικής μελέτης.

Είναι άλλωστε μια πρόκληση από μόνη της η μελέτη ενός Συντάγματος, και των προνοιών του, πόσω μάλλον αυτού της Κύπρου, ως απόρροια και αποτύπωση των ιστορικών και πολιτικών παραμέτρων και πώς αυτές μπόρεσαν να μετουσιωθούν σε συνταγματικές πρόνοιες για τους θεσμούς και τις εξουσίες του κράτους, χωρίς υπονόμευση των βασικών αρχών της δημοκρατίας και ιδιαίτερα της προεδρικής.

Επαναλαμβάνω την πρόσκληση μου προς τα δύο Κοινοβούλια για να διοργανώσουν τις αμέσως επόμενες των εβδομάδων και ένα Συμπόσιο όπου θα συμμετέχουν εξειδικευμένοι στο θέμα νομικοί προκειμένου να αναλύσουν τα διάφορα συστήματα που συζητούνται εδώ και 44 χρόνια και τι είναι αυτό που ενδεχόμενα να συμβάλει στο να ξεπεραστούν προβλήματα που αναφύονται κάθε μέρα, και για συζητήσεις που γίνονται άλλες με περιεχόμενο άλλες άνευ περιεχομένου.

(ΡΜ/ΜΓ/ΣΧ)