Cookies management by TermsFeed Cookie Consent
Τελευταίες Ειδήσεις

Ανακοινωθέντα

27-03-2024 13:44

Ομιλία του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ. Γιώργου Σαββίδη στη διάλεξη του δρος Κωνσταντίνου Λυκούργου, με θέμα «Πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις δημόσιες συμβάσεις»

Θα αποφύγω να ξεκινήσω με το στερεότυπο ότι «με ιδιαίτερη χαρά καλωσορίζω τον δρα   Κωνσταντίνο Λυκούργο», όχι γιατί δεν είναι ιδιαίτερη χαρά και τιμή να καλωσορίζει κανείς τον δρα Κωνσταντίνο Λυκούργο, Δικαστή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Πρόεδρο του Τέταρτου Τμήματος, αλλά γιατί σήμερα νιώθω ότι καλωσορίζουμε έναν φίλο στη Νομική Υπηρεσία, την οποία υπηρέτησε με επαγγελματισμό και αφοσίωση για πολλά χρόνια, αφήνοντας το στίγμα του σε αρκετά θέματα, κυρίως, αλλά όχι μόνο, που άπτονται του δικαίου της Ένωσης.

Νιώθω επίσης ιδιαίτερα ευτυχής καθότι αυτή είναι η δεύτερη διάλεξη της Ακαδημίας της Νομικής Υπηρεσίας στον διάλογο που έχει ξεκινήσει με τους δικαστές των Δικαστηρίων της Ένωσης για θέματα με ευρωπαϊκή διάσταση, ως είναι πλέον τα πλείστα νομικά ζητήματα που ο νομικός κόσμος, αλλά και η δημόσια διοίκηση καλούνται να αντιμετωπίσουν. Μεταξύ αυτών, το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων, ως ένα δίκαιο που απορρέει από την ενωσιακή έννομη τάξη και που διαμορφώνεται και διαπλάθεται στον μεγαλύτερο βαθμό από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ταυτόχρονα, η παρουσία τόσων εκλεκτών προσκεκλημένων τιμά την Ακαδημία της Νομικής Υπηρεσίας, η οποία σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από τη λειτουργία της έχει αναδείξει μέσα από μεγάλο αριθμό δράσεων τον ρόλο και το έργο που οραματιστήκαμε κατά τη σύστασή της. Η παρουσία του Προέδρου και Μελών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου όπως και εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας, του Γενικού Λογιστή και του Βοηθού Γενικού Λογιστή της Δημοκρατίας, λειτουργών της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και του Γενικού Λογιστηρίου, του Προέδρου του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου και της Προέδρου και Μελών της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, μελών του Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, καθώς συναδέλφων δικηγόρων, μας χαροποιεί ιδιαίτερα.

Είναι κοινός στόχος εκάστου εξ ημών, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, η συμβολή στην εφαρμογή του δικαίου σε έναν τομέα δικαίου που αποβλέπει στη δημόσια ωφέλεια και στην προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, που εξυπηρετείται με την εξασφάλιση των βέλτιστων προϊόντων, έργων ή υπηρεσιών για το Κράτος, τηρουμένων των κανόνων και αρχών που τέθηκαν από τον νομοθέτη και ερμηνεύονται από τα δικαστήρια.

Κατά γενική ομολογία, το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων αποτελεί έναν δυναμικό κλάδο δικαίου που συνεχώς εξελίσσεται, ώστε να ανταποκριθεί στις μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες και τις προκλήσεις που διαρκώς αναδεικνύονται. Στην εξέλιξη του δικαίου αυτού συμβάλλει αποφασιστικά και καθοριστικά το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο, από πολύ νωρίς, με αποφάσεις σταθμούς τόνισε ότι η ανάθεση δημοσίων συμβάσεων από τις αρχές των κρατών μελών ή εκ μέρους αυτών, πρέπει να είναι σύμφωνη με τις αρχές της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, την αρχή της ελευθερίας της εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, καθώς και με τις αρχές που απορρέουν από αυτές, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχείρισης, η αρχή της αποφυγής διακρίσεων, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή της διαφάνειας.

Η βαθιά επίδραση του Ευρωπαίου δικαστή στην εξέλιξη του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων φαίνεται από σωρεία αποφάσεων και θα αναφερθώ ενδεικτικά στην απόφαση Telaustria και Telefonadress[1], σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο δέχθηκε την εφαρμογή των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης στις περιπτώσεις όπου δεν εφαρμόζεται το δευτερογενές δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων. 

Άλλη χαρακτηριστική περίπτωση του ρόλου και επίδρασης του ενωσιακού δικαστή στο πεδίο αυτό αποτελεί η διεύρυνση της έννοιας του εννόμου συμφέροντος αποκλεισθέντος προσφέροντα. Το ΔΕΕ, απαντώντας σε προδικαστικά ερωτήματα, προέβη σε ερμηνεία και εξειδίκευση των σχετικών διατάξεων των δικονομικών οδηγιών[2] και έθεσε τις κατευθυντήριες γραμμές για την ερμηνεία τους, προβαίνοντας σε διεύρυνση του εννόμου συμφέροντος του αποκλεισθέντος διαγωνιζόμενου για την προσβολή πράξεων της αναθέτουσας αρχής. Υπό το πρίσμα της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αναγνώρισε έννομο συμφέρον σε κάθε διαγωνιζόμενο που δεν έχει αποκλειστεί οριστικά, επιτρέποντας του να στραφεί εναντίον της κατακύρωσης στον επιτυχόντα προσφέροντα. Ως αποτέλεσμα, οι δικαστές των κρατών μελών, μεταξύ των οποίων και ο εθνικός δικαστής, κλήθηκαν να επανεξετάσουν τις πάγιες νομολογιακές τους θέσεις αναφορικά με το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος του αποκλεισθέντος προσφέροντα να προβάλει λόγους ακύρωσης κατά της απόφασης αποδοχής της προσφοράς άλλου διαγωνιζομένου.  Η νομολογία αυτή αποτελεί επίσης ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των λεπτών ισορροπιών που απαιτείται να τηρούνται στα ζητήματα αυτά· εν προκειμένω, η προάσπιση των συμφερόντων όλων των προσφερόντων χωρίς όμως να τίθεται σε κίνδυνο και να παρακωλύεται η ταχεία διεκπεραίωση των διαγωνιστικών διαδικασιών.

Ένα άλλο απτό παράδειγμα της επίδρασης της νομολογίας του Δικαστηρίου στη διαμόρφωση του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων αφορά στο πλαίσιο των αρχών και κανόνων που ισχύουν σε περίπτωση τροποποίησης δημόσιας σύμβασης συναφθείσας κατόπιν δημόσιου διαγωνισμού, που καθορίστηκε αρχικά νομολογιακά με πρώτη την απόφαση  Pressetext.[3] Η νομολογία αυτή ήταν το έρεισμα για τις σχετικές πρόνοιες που εισήχθησαν στις ισχύουσες οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων σε σχέση με την τροποποίηση συναφθείσας σύμβασης, οι οποίες αποτελούν, κατ’ ουσίαν, κωδικοποίηση αυτής της νομολογίας.  

Ο εφαρμοστής του σχετικού νομοθετικού πλαισίου, είτε είναι η αναθέτουσα αρχή, είτε η αρμόδια αρχή δημοσίων συμβάσεων, είτε η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών,  βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν εξειδικευμένο τομέα δικαίου, όπου οι απαιτήσεις για τεχνικές γνώσεις έχουν τη δική τους σημασία και ταυτόχρονα πρέπει να συνυπάρξουν με ένα λεπτομερές πλαίσιο κανόνων και ρυθμίσεων, το οποίο συμπληρώνεται από γενικές αρχές του δικαίου.  Σε αυτό το πλαίσιο, η νομολογία του ΔΕΕ όχι μόνο ερμηνεύει, αλλά διαπλάθει πολλές φορές το δίκαιο, σε έναν τομέα δικαίου που επιδιώκει να συγκεράσει αντικρουόμενα, ενίοτε, συμφέροντα μεταξύ των συμμετεχόντων στη διαδικασία, λαμβανομένων υπ’ όψιν των στόχων της Ένωσης στον τομέα αυτό, την ανάγκη για επίτευξη ταχείας ανάθεσης και πρόοδο της διαγωνιστικής διαδικασίας, την προάσπιση του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία και, τελικώς, την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.

Ασφαλές καταφύγιο στα διλήμματα, ερωτήματα και προκλήσεις που προκύπτουν αναζητά κανείς πάντοτε στη νομολογία των δικαστηρίων και ιδίως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο καλείται να εξισορροπήσει τα αντικρουόμενα συμφέροντα και να δώσει λύσεις και απαντήσεις. Η γνώση της νομολογίας, συνεπώς, καθίσταται αναγκαία και η παρουσία σας σήμερα δεικνύει τον ζήλο για επιμόρφωση και συνεχή ενημέρωση ως προς την εφαρμογή και ερμηνεία της νομοθεσίας για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων.

Είναι, συνεπώς, με αυξημένο ενδιαφέρον που αναμένουμε να ακούσουμε τι θα μας πει ο δρ Κωνσταντίνος Λυκούργος, ως ένας εκ των διαμορφωτών της νομολογίας του ΔΕΕ σε σχέση με την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου για τις δημόσιες συμβάσεις. Δεδομένο θεωρώ και τον επωφελή, για όλους μας, παραγωγικό διάλογο, μέσα από τις ερωτήσεις και τοποθετήσεις σας, που είμαι βέβαιος ότι θα ακολουθήσουν. 

Θέλω, κλείνοντας, να εξάρω το έργο που υλοποιεί η προσφάτως συσταθείσα Ακαδημία της Νομικής Υπηρεσίας. Η σημερινή εκδήλωση καλύπτει τόσο τον πυλώνα της εσωτερικής εκπαίδευσης των λειτουργών μας όσο και τον πυλώνα της εκπαίδευσης άλλων λειτουργών του Δημοσίου σε θέματα που χειρίζονται και τους ενδιαφέρουν. Ένα μεγάλο ευχαριστώ και συγχαρητήρια τόσο στη δρα Δέσποινα Κυπριανού, Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και Υπεύθυνη της Ακαδημίας μας όσο και στην Εκτελεστική Γραμματεία της Ακαδημίας.  Τις ευχαριστίες μου επίσης στην κα Δήμητρα Καλλή που βοήθησε σημαντικά στη διοργάνωση της σημερινής εκδήλωσης και την κα Ρένα Παπαέτη που ανέλαβε τον συντονισμό της.

(ΜΛ/ΕΠ)


[1] ΔΕΚ Απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2000, Telaustria και Telefonadress, (υποθ. C-324/98, Συλλογή 2000, Ι-1077)

[2] 89/665/ΕΟΚ13 και 92/13/ΕΟΚ

[3] Απόφαση της 19ης Ιουνίου 2008, Υπόθεση C-454/06, Pressetext Nachrichtenagentur v. Austria