Cookies management by TermsFeed Cookie Consent
Τελευταίες Ειδήσεις

Ανακοινωθέντα

14-11-2018 10:05

Θέση της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Λήδας Κουρσουμπά

Αναφορικά με τις διαδικασίες και τις διοικητικές πρακτικές σε σχέση με την ανάθεση συνοδών σε παιδιά που λαμβάνουν Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση

Περιεκτική Περίληψη

1.    Εισαγωγή

Η παρούσα Θέση αφορά περιπτώσεις παιδιών που παραπέμφθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αγωγής και Εκπαίδευσης Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες Νόμου του 1999 [113(I)/1999], όπως τροποποιήθηκε, στην Επαρχιακή Επιτροπή Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (ΕΕΕΑΕ) του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού (ΥΠΠ) για προσδιορισμό της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, ώστε να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες τους, και ιδιαίτερα σε σχέση με τις αποφάσεις που λήφθηκαν για την ανάθεση συνοδών. Γίνεται αναφορά σε αντιδράσεις ή/και ενστάσεις γονέων ως προς την απόφαση της ΕΕΕΑΕ για ανάθεση συνοδού, είτε σε σχέση με το περιεχόμενο και το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής, είτε ως προς τον τρόπο υλοποίησης της απόφασης. Επιπλέον, παρατίθενται οι διαφωνίες ή/και προβληματισμοί μερίδας γονέων σε σχέση με τις διαδικασίες που τηρεί η Επιτροπή Πρόσληψης Σχολικών Βοηθών, η οποία δεν είναι θεσμοθετημένη, και οι ανησυχίες των γονέων κατά πόσο, με τις υφιστάμενες πρακτικές, διασφαλίζονται επαρκώς τα δικαιώματα των παιδιών τους.

Σκοπός της παρούσας Θέσης είναι να εντοπίσει, μέσα από τη διερεύνηση και παρουσίαση των περιπτώσεων που μου υποβλήθηκαν, κενά, παραλείψεις, αντιφάσεις ή/και δυσλειτουργίες σε επίπεδο διαδικασιών και διοικητικών πρακτικών, αναφορικά με το σύστημα ανάθεσης σχολικών βοηθών σε παιδιά που εγκρίνονται για παροχή Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, όπως αυτό ισχύει σήμερα, υπό το φως των υποχρεώσεων που απορρέουν απότη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού («Σύμβαση») και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες («Σύμβαση για ΑμεΑ»).

2.    Ιστορικό και περιεχόμενο παραπόνων

Συνοψίζοντας τα παράπονα που υποβλήθηκαν στο Γραφείο της Επιτρόπου, παρατίθενται πιο κάτω τα κυριότερα θέματα που θίγονται στις αναφορές των γονέων:

-Οι πλείστοι γονείς διαμαρτύρονται για τη μεγάλη καθυστέρηση που φαίνεται να παρατηρείται σε σχέση με τη διαδικασία αξιολόγησης των παιδιών από την ΕΕΕΑΕ, υπό την έννοια ότι, κατά την έναρξη της σχολικής χρονιάς, σε πολλές περιπτώσεις, φαίνεται να εκκρεμεί η εξέταση σημαντικού αριθμού περιπτώσεων για τις οποίες υποβλήθηκαν ενστάσεις και, ως εκ τούτου, οι επηρεαζόμενοι μαθητές στερούνται την έγκαιρη παραχώρηση των αναγκαίων διευκολύνσεων, μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας.

-Έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο πολλοί γονείς να διεκδικούν την παραχώρηση αποκλειστικής συνοδού για το παιδί τους, επικαλούμενοι κυρίως θέματα υγείας και ασφάλειας του παιδιού. Μερίδα γονέων διαμαρτύρονται για τη διαφοροποίηση των όρων εργασίας υφιστάμενης συνοδού, αντιδρώντας στην απόφαση για μείωση του «χρόνου επίβλεψης» που λαμβάνει το παιδί τους.

-Οι γονείς θεωρούν ότι, οι αποφάσεις της ΕΕΕΑΕ, με τον τρόπο που διατυπώνονται, εμπεριέχουν ασάφειες, γενικότητες, αδιευκρίνιστα ζητήματα, και ατεκμηρίωτες αναφορές. Σε σχετική Θέση[1] που δημοσιοποιήθηκε το 2011, η Επίτροπος επεσήμανε ότι «οι αποφάσεις των Επαρχιακών Επιτροπών στις πλείστες των περιπτώσεων παρουσιάζουν μια τυποποιημένη, μάλλον ανελαστική ομοιομορφία, η οποία δημιουργεί ερωτήματα ως προς την προσαρμογή τους στις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης ξεχωριστά.» (σ.11)

-Αριθμός παραπόνων που υποβλήθηκαν στο Γραφείο της Επιτρόπου αναφέρονται στον τρόπο λειτουργίας προγραμμάτων που δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, όπως είναι οι απογευματινές λέσχες που διοργανώνονται συνήθως από Συνδέσμους Γονέων και άλλα απογευματινά ή καλοκαιρινά προγράμματα απασχόλησης παιδιών. Αρκετά από αυτά τα προγράμματα δεν προνοούν την εργοδότηση συνοδών για μερίδα παιδιών που λαμβάνουν υπηρεσίες βοηθητικού προσωπικού σε πρωινό χρόνο.

-Περαιτέρω, λήφθηκαν παράπονα από γονείς παιδιών που χρήζουν των υπηρεσιών βοηθητικού προσωπικού σε ιδιωτικά σχολεία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα παιδιά, συνήθως, στερούνται αυτές τις υπηρεσίες, λόγω του ότι, το ΥΠΠ περιορίζει την παροχή μέτρων ή/και υποστηρικτικών μέσων μόνο σε παιδιά με εξειδικευμένες ανάγκες που φοιτούν στα δημόσια σχολεία και, ως εκ τούτου, η οικογένεια αναγκάζεται να επιβαρυνθεί την εργοδότηση συνοδού.

-Αριθμός παραπόνων αφορούν στη διαδικασία πρόσληψης των συνοδών από τις Σχολικές Εφορείες ή/και στα κριτήρια επιλογής συγκεκριμένου ατόμου. Κάποιοι γονείς καταγγέλλουν παρατυπίες σε σχέση με τις διαδικασίες που ακολουθεί η Επιτροπή Πρόσληψης. Όμως, τα πλείστα παράπονα αφορούν σε διεκδικήσεις των γονέων σε σχέση με την πρόσληψη συγκεκριμένου ατόμου, είτε στη βάση προσόντων/ εξειδικευμένης προϋπηρεσίας, είτε λόγω συσχέτισης/οικειότητας με το παιδί. Οι γονείς συμμετέχουν κατά μειοψηφία (1 ψήφος στους 7), ενώ οι εκπρόσωποι της Σχολικής Εφορείας αποτελούν πάντα πλειοψηφία (4 στους 7). Οι γονείς εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους ως προς το γεγονός ότι, η ενδεχόμενη αντίθετη ψήφος τους δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να ανατρέψει την απόφαση της πλειοψηφίας της Επιτροπής. 

-Κάποια παράπονα αναφέρονται σε διαφωνίες ή/και ασάφειες ως προς τα καθήκοντα του/της συνοδού που προσλήφθηκε. Φαίνεται ότι δεν υπάρχει συναντίληψη ως προς τους όρους εντολής και τα καθήκοντα των συνοδών. Κάποιοι θεωρούν ότι ο ρόλος τους περιορίζεται σε καθήκοντα επίβλεψης, ασφάλειας ή/και φροντίδας, κάποιοι γονείς διεκδικούν νοσηλευτή-συνοδό για ενδεχόμενη διαχείριση ιατρικών περιστατικών, κάποιοι ενίστανται στην πρόσληψη ατόμου του αντίθετου φύλου, επειδή συντρέχουν λόγοι εξυπηρέτησης σε θέματα προσωπικής φροντίδας, ενώ, παράλληλα, αρκετοί συνοδοί φαίνεται να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες ή να ακολουθούν οδηγίες για εκτέλεση καθηκόντων που συνδέονται με το μαθησιακό ή/και παιδαγωγικό κομμάτι, ενώ κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται ρητά στις αρμοδιότητές τους.

-Σε μία περίπτωση, οι γονείς αντέδρασαν έντονα και παρεμπόδισαν την επαναπρόσληψη συγκεκριμένης συνοδού (η οποία επέστρεψε στα καθήκοντά της με τη λήξη της άδειας ασθενείας), λόγω συναισθηματικής σχέσης που ανάπτυξε το παιδί με την αντικαταστάτριά της. Οι γονείς απαίτησαν να εργοδοτηθεί η αντικαταστάτρια σε μόνιμη βάση, κρίνοντας την ως καταλληλότερη για φύλαξη/επίβλεψη του παιδιού. 

-Με την έναρξη της σχολικής χρονιάς 2018-2019, ομάδα γονέων προέβησαν, είτε ατομικά, είτε συνασπισμένοι, σε διάφορες ενέργειες διαμαρτυρίας, όπως για παράδειγμα, με την άρνηση τους να στείλουν τα παιδιά τους στα σχολεία μέχρι να ανατεθούν ατομικοί συνοδοί κ.ά. Εκπρόσωποι του ΥΠΠ σε συνεδρία της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας (ημερ.19/9/2018) παραδέχτηκαν ότι, παρά την έναρξη της σχολικής χρονιάς, δεν είναι γνωστές οι συνολικές ανάγκες που υπάρχουν για συνοδούς, καθότι οι ανάγκες των επαρχιών φτάνουν σταδιακά στο ΥΠΠ, ενώ, λόγω γραφειοκρατίας και υποστελέχωσης του ΥΠΠ, φαίνεται να υπάρχει καθυστέρηση στις διαδικασίες.

3. Νομικό Πλαίσιο

3.1 Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Σύμβαση)[2]

3.1.1. Αρχή της Μη Διάκρισης

Με βάση την Aρχή της Μη Διάκρισης, η οποία ορίζεται στο Άρθρο 2 της Σύμβασης[3], τα Συμβαλλόμενα Κράτη υποχρεούνται να σέβονται τα δικαιώματα που αναφέρονται στη Σύμβαση «και να τα εξασφαλίζουν σε κάθε παιδί που υπάγεται στη δικαιοδοσία τους, χωρίς καμία διάκριση». Η Αρχή της Μη Διάκρισης δεν σημαίνει και ίδια μεταχείριση. «Τα πρόσωπα που βρίσκονται σε διαφορετικές καταστάσεις πρέπει να τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης στον βαθμό που αυτό απαιτείται προκειμένου να τους επιτρέπεται η αξιοποίηση συγκεκριμένων πρακτικών σε ισότιμη βάση με άλλα άτομα»Ως εκ τούτου, κατά την εφαρμογή συγκεκριμένων πρακτικών ή τη θέσπιση συγκεκριμένων κανόνων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ίδια ακριβώς προστατευόμενα χαρακτηριστικά».[4] Σημειώνεται ότι, η αναπηρία είναι ένα από τα ‘προστατευόμενα’ χαρακτηριστικά που αναγνωρίζονται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία κατά των διακρίσεων.[5]  Ως εκ τούτου, διακρίσεις μπορούν να προκύψουν, όχι μόνο λόγω της διαφορετικής μεταχείρισης προσώπων που βρίσκονται σε όμοιες καταστάσεις, αλλά και λόγω της ίδιας μεταχείρισης προσώπων που βρίσκονται σε διαφορετικές καταστάσεις.

3.1.2 Αρχή της Διασφάλισης του Συμφέροντος του Παιδιού

Η Αρχή της Διασφάλισης του Συμφέροντος του Παιδιού ως διακριτής προσωπικότητας[6] ορίζεται στο Άρθρο 3 (1) της Σύμβασης και καθορίζει ότι, σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν παιδί, είτε αυτές λαμβάνονται στη σφαίρα της δημόσιας είτε της ιδιωτικής ζωής, το παιδί έχει δικαίωμα, κατά πρώτο, να αξιολογείται το συμφέρον του και, κατά δεύτερο, η διασφάλιση του συμφέροντος του να έχει πρωταρχική σημασία. Σε κάθε απόφαση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη «πρωτίστως το συμφέρον του παιδιού», με τρόπο, δηλαδή, που να του προσδίδεται προτεραιότητα έναντι άλλων παραγόντων που πιθανόν να εμπλέκονται σε μια απόφαση/δράση.

3.2 Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες (Σύμβαση για ΑμεΑ)[7]

Για την κατοχύρωση του δικαιώματος των Ατόμων με Αναπηρίες (ΑμεΑ) στην εκπαίδευση, χωρίς διάκριση και βάσει των ίσων ευκαιριών, στο Άρθρο 24 της Σύμβασης για ΑμεΑ τονίζεται ότι,πρέπει να διασφαλίζονται τα εξής:

(α) τα ΑμεΑ δεν αποκλείονται από το γενικό εκπαιδευτικό σύστημα λόγω της αναπηρίας

(β) τα ΑμεΑ μπορούν να έχουν πρόσβαση σε μια ενταξιακή, ποιοτική και δωρεάν πρωτοβάθμια εκπαίδευση και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σε ίση βάση με τους άλλους, στις κοινότητες στις οποίες ζουν,

(γ) παρέχεται εύλογη προσαρμογή των αναγκών του ατόμου,

(δ) τα ΑμεΑ θα λαμβάνουν την υποστήριξη που απαιτείται, εντός του γενικού εκπαιδευτικού συστήματος, για να διευκολύνουν την αποτελεσματική τους εκπαίδευση,

(ε) αποτελεσματικά εξατομικευμένα μέτρα υποστήριξης παρέχονται σε περιβάλλοντα που μεγιστοποιούν την ακαδημαϊκή και κοινωνική ανάπτυξη, σύμφωνα με το σκοπό της πλήρους ένταξης».

3.3 Εθνική Νομοθεσία και εγκύκλιες οδηγίες του ΥΠΠ

Σύμφωνα με τον περί Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες Νόμο (Ν.113(I)/1999, όπως τροποποιήθηκε)[8], προσδιορίζεται η φοίτηση παιδιών που λαμβάνουν Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση, η αξιολόγηση των αναγκών κάθε παιδιού από την Επαρχιακή Επιτροπή Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (Επαρχιακή Επιτροπή) και η διαδικασία υποβολής ενστάσεων από γονείς σε σχέση με σημεία της έκθεσης της Επαρχιακής Επιτροπής με τα οποία διαφωνούν.  

Επισημαίνεται ότι, ο υπό αναφορά Νόμος δεν καθορίζει ποια μέτρα Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης θα μπορούσαν να αποφασιστούν από τις διάφορες Επιτροπές του ΥΠΠ. Ούτε ο Νόμος, ούτε οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενοι Κανονισμοί περιλαμβάνουν διατάξεις που να καθορίζουν την ανάθεση σχολικών βοηθών/συνοδών ως ένα μέτρο Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης και, ως εκ τούτου, το όλο θέμα δεν ρυθμίζεται νομοθετικά.  Εντούτοις, το ΥΠΠ εξέδωσε σχετικές οδηγίες προς τους Προέδρους των Σχολικών Εφορειών και τους Προέδρους των Συνδέσμους Γονέων Ειδικών Σχολείων, με σχετική εγκύκλιο, ημερομηνίας 19/1/2009, με θέμα «Καθεστώς Εργοδότησης σχολικών βοηθών/συνοδών παιδιών με ειδικές ανάγκες», καθορίζοντας τις Σχολικές Εφορείες ως αρμόδιες για την πρόσληψη σχολικών βοηθών/συνοδών μέσα από τη διαδικασία που αναφέρεται στην εγκύκλιο, η οποία και πάλι δεν έχει θεσμοθετηθεί με οποιονδήποτε τρόπο.

Πιο συγκεκριμένα, ο περί Σχολικών Εφορειών Νόμος του 1997 [Ν. 108(I)/1997], όπως έχει τροποποιηθεί στη συνέχεια, δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε σε σχέση με αυτήν την αρμοδιότητα που ανατέθηκε στις Σχολικές Εφορείες. Ο Νόμος προβλέπει πιο συγκεκριμένες αρμοδιότητες, όπως είναι η ετοιμασία του προϋπολογισμού του κάθε σχολείου, ο διορισμός και η απόλυση  προσωπικού, η ανέγερση ή συντήρηση του οικείου σχολείου, η διαχείριση και συντήρηση του εξοπλισμού κάθε σχολείου που βρίσκεται υπό την αρμοδιότητά της κ.λπ. [Άρθρο 8(2)] Εντούτοις, αυτές οι αρμοδιότητες δεν συνδέονται με το εκπαιδευτικό κομμάτι, το οποίο παραμένει αρμοδιότητα του ΥΠΠ.

4. Διαπιστώσεις Επιτρόπου

Η πλήρης απουσία νομοθετικής ρύθμισης του ειδικού αυτού θέματος, παράλληλα με τη διαρχία που παρατηρείται, ως προς την αρμόδια Αρχή σε σχέση με την ανάθεση συνοδών σε παιδιά με αναπηρίες ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, δεν υποβοηθούν την αποτελεσματική παροχή στήριξης στα παιδιά αυτά, ούτως ώστε, να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης στο εκπαιδευτικό σύστημα. Κάθε απόφαση για ανάθεση συνοδού λαμβάνεται από την ΕΕΕΑΕ, χωρίς να γίνεται αναφορά στα προσόντα που θα πρέπει να έχει ο συνοδός για την εξυπηρέτηση των αναγκών του συγκεκριμένου παιδιού, ενώ στη συνέχεια η υλοποίηση της απόφασης αναλαμβάνεται από τη Σχολική Εφορεία, στη βάση γενικών και ασαφών διαδικασιών και καθηκόντων.

Αυτό από μόνο του φαίνεται να δημιουργεί ένα ευρύτερο κλίμα δυσπιστίας ή/και καχυποψίας, το οποίο ενισχύεται από την τάση αμφισβήτησης του συστήματος, την αμφιβολία ως προς την έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων των αρμόδιων Αρχών (ΥΠΠ και Σχολικών Εφορειών), τις γενικότερες ανησυχίες της κοινωνίας των πολιτών ως προς τα θέματα ασφάλειας κ.ά. Αρκετοί γονείς θεωρούν ότι τα παιδιά τους εισπράττουν ελλιπή φύλαξη, αλλά επίσης διακατέχονται από υπέρμετρη φιλοδοξία, εναποθέτοντας όλες τις ελπίδες τους σε έναν θεσμό που αποδεδειγμένα αδυνατεί να ανταποκριθεί επαρκώς στις συνολικές ανάγκες των παιδιών τους στην εκπαίδευση, ούτε δημιουργεί επαρκείς συνθήκες πλήρους ενσωμάτωσης των παιδιών αυτών στο γενικό εκπαιδευτικό σύστημα. 

Οι διαδικασίες που ακολουθούν οι αρμόδιες Αρχές φαίνεται να είναι ιδιαίτερα χρονοβόρες, είτε λόγω υποστελέχωσης ή δυσκολίας στην υλοποίηση έγκαιρου προγραμματισμού, είτε λόγω αδυναμίας στη διαχείριση των κονδυλίων με τρόπο που να εξασφαλίζονται ικανοποιητικά αποθέματα για έκτακτα περιστατικά, νέες παραπομπές και συνεχείς ανάγκες που εντοπίζονται στην πορεία της σχολικής χρονιάς. Υπάρχουν ενδείξεις ότι, σε πολλές περιπτώσεις παιδιών οι αρμόδιες Επιτροπές του ΥΠΠ ενδεχομένως να αναβάλλουν σκόπιμα τη λήψη τελικής απόφασης, αναμένοντας να έχουν «συνολική εικόνα των αναγκών» περί το τέλος κάθε καλοκαιριού, ούτως ώστε να κατανέμουν «ορθολογιστικά» τους διαθέσιμους πόρους, ανάλογα με τις «αξιολογημένες συνολικές ανάγκες» και σύμφωνα με ένα ευρύτερο πρόσταγμα ανακατανομής των πόρων, αλλά, σίγουρα, όχι με πρώτιστο κριτήριο τις εξειδικευμένες ανάγκες κάθε παιδιού στη βάση πρωταρχικά του συμφέροντός του.

Σε κάποιες περιπτώσεις που οι γονείς θεωρούν οξύμωρη την παραχώρηση του δικαιώματος υποβολής ένστασης, είτε γιατί πιστεύουν ότι η απόφαση είναι αμετάκλητη (και άρα δεν έχει ουσιαστικό νόημα η διαδικασία ένστασης), είτε επειδή θεωρούν ότι η διατύπωση της απόφασης είναι τέτοια, που δεν επιδέχεται ένσταση (π.χ. αόριστες αναφορές, χωρίς αποσαφηνισμένες ενέργειες, καμιά αναφορά στον τρόπο εφαρμογής κ.ά.).

Εξαιτίας της καθυστέρησης που παρατηρείται στην ολοκλήρωση της διαδικασίας επανεξέτασης ενστάσεων, κάθε χρόνο, περί τις αρχές Σεπτεμβρίου, επικρατεί ένα νεφελώδες τοπίο, ως προς την ετοιμότητα των σχολικών μονάδων να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις εξειδικευμένες ανάγκες υποστήριξης συγκεκριμένων μαθητών. Αυτή η κατάσταση οδηγεί στις, πλέον καθιερωμένες, αντιδράσεις οργανωμένων γονέων, οι οποίοι πραγματοποιούν, σε ετήσια βάση, διάφορες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, με κάθε δυνατό μέσο. Κάποιοι από αυτούς επιλέγουν να μην στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο, ως μοχλό πίεσης, μέχρι οι αρμόδιοι να «υποκύψουν» στα αιτήματά τους. 

Η νοοτροπία της διεκδίκησης αποκλειστικής συνοδού αποτελεί έναν διαχρονικό προβληματισμό. Το γεγονός ότι μια μεγάλη μερίδα κυρίως ιδιωτών γιατρών ή/και ιδιωτών ψυχολόγων υποδεικνύουν την ανάγκη για ανάθεση «ατομικής συνοδού», ενώ την ίδια στιγμή το ΥΠΠ διακηρύττει ότι «η ανάθεση αποκλειστικής συνοδού δεν προβλέπεται διά νόμου», δυσχεραίνει την ομαλή εφαρμογή της απόφασης, αφού η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται δεν πείθει τους γονείς. Επομένως, επανέρχεται το ζήτημα της ικανοποιητικής τεκμηρίωσης των αποφάσεων, οι οποίες πρέπει να καθορίζουν με λεπτομέρεια και πολύ συγκεκριμένα τα μέτρα για κάθε παιδί.

Όσον αφορά τα ευρύτερα πλαίσια, όπου η παρουσία συνοδού θεωρείται επιβεβλημένη για τη συμμετοχή ενός παιδιού, π.χ. προαιρετικές απογευματινές δραστηριότητες, διήμερες εκδρομές, κατασκηνώσεις, εξωσχολικές δράσεις κ.ά, έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα αποκλεισμού συγκεκριμένων παιδιών, λόγω του ότι, δεν προνοείται η έγκαιρη εφαρμογή οποιασδήποτε θεσμοθετημένης διαδικασίας για τη συμμετοχή τους σε πλαίσιο μη-διάκρισης, σε βαθμό που τελικά παρεμποδίζεται η απρόσκοπτη συμμετοχή όλων των παιδιών.

Σε σχέση με τη διαδικασία πρόσληψης συνοδών από τις Σχολικές Εφορείες, έχει διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει σαφήνεια ως προς τους όρους εντολής των Επιτροπών Πρόσληψης και τα κριτήρια επιλογής συνοδών.  Οι γονείς συχνά θέτουν υπό αμφισβήτηση τα κριτήρια στη βάση των οποίων λαμβάνονται οι αποφάσεις.

Με τους υφιστάμενους όρους εντολής δεν απαιτείται οποιαδήποτε επιστημονική εξειδίκευση για την εκτέλεση των καθηκόντων συνοδού. Η διατύπωση των όρων είναι πολύ γενική και οι περιγραφές που χρησιμοποιούνται επιδέχονται μεγάλο βαθμό υποκειμενικότητας (π.χ. πρόθυμη, υπάκουη, ευέλικτη κ.ά.) Παρόλο ότι επίσημα δεν αναμένεται από τους συνοδούς να ασκούν οποιασδήποτε μορφής εκπαιδευτικό έργο, εντούτοις, από την πληροφόρηση που δόθηκε, σε διάφορες περιπτώσεις έχουν ανατεθεί τέτοια καθήκοντα σε συνοδούς.

Σε κάποιους επικρατεί η αντίληψη ότι, η βιωσιμότητα του θεσμού της συνοδού επιτυγχάνεται καλύτερα με ανειδίκευτα άτομα, με λίγα προσόντα και χαμηλές απαιτήσεις, κατά προτίμηση χωρίς θεσμοθετημένα σχέδια υπηρεσίας, ώστε να παραμένουν χαμηλοί οι μισθοί και να τερματίζεται ευκολότερα η εργοδότηση.

Περαιτέρω, ανησυχία προκαλεί και η σχέση εξάρτησης που φαίνεται να αναπτύσσουν κάποια παιδιά με τις/τους συνοδούς τους, σε βαθμό που, ενδεχομένως, να παρεμποδίζεται η αυτονομία και ανεξαρτητοποίηση του ίδιου του παιδιού. Κάποια παιδιά, ειδικότερα στη Μέση Εκπαίδευση, αντέδρασαν αρνητικά και απέρριψαν τη συνοδεία ενήλικα στο χώρο του σχολείου, θεωρώντας ότι αυτό το μέτρο δημιουργούσε καταστάσεις περιθωριοποίησης και στιγματισμού.

Σε περιπτώσεις που οι γονείς κατήγγειλαν παρατυπίες στις διαδικασίες που ακολούθησαν συγκεκριμένες Επιτροπές Πρόσληψης σχολικών βοηθών/συνοδών, φαίνεται ότι, έγιναν υποδείξεις από το ΥΠΠ προς τις οικείες Σχολικές Εφορείες για συμμόρφωση με τις εγκύκλιες οδηγίες του ΥΠΠ. Εντούτοις, υπήρξαν περιπτώσεις που οι γονείς ανάφεραν ότι, παρά τις υποδείξεις, δεν έγιναν τελικά οποιεσδήποτε διορθωτικές ενέργειες εκ μέρους της Σχολικής Εφορείας. Δεδομένου ότι, το όλο θέμα δεν ρυθμίζεται από νόμο ή/και κανονισμούς,  είναι αμφίβολο κατά πόσο οι Σχολικές Εφορείες δεσμεύονται να συμμορφώνονται με τις υποδείξεις της ΓΔ του ΥΠΠ στη βάση μιας εγκυκλίου, ενώ η  διαδικασία πρόσληψης συνοδών  από τις Σχολικές Εφορείες δεν γίνεται βάσει του Νόμου που τις διέπει, αφού ακολουθείται μια άλλη διαδικασία στη βάση της εγκυκλίου του ΥΠΠ. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση παρατυπίας στη διαδικασία πρόσληψης εκ μέρους των Σχολικών Εφορειών, δεν υπάρχουν κυρώσεις, ούτε επιβάλλονται ποινές. Επιπλέον, σημειώνεται ότι, κάθε Σχολική Εφορεία λειτουργεί αυτόνομα, χωρίς να υπόκειται ιεραρχικά στην εποπτεία οποιασδήποτε άλλης αρμόδιας αρχής. Κάθε ξεχωριστή Σχολική Εφορεία ενεργεί και ως αποκλειστική αρμόδια Αρχή σε ό,τι αφορά την πρόσληψη σχολικών βοηθών/συνοδών.

5. Εισηγήσεις Επιτρόπου

Το όλο θέμα της πρόσληψης συνοδών πρέπει να ρυθμιστεί νομοθετικά με σαφήνεια, διαφάνεια και με όλες τις απαιτούμενες εγγυήσεις σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητά του.

Κρίνεται αναγκαίο να δημιουργηθούν σχέδια υπηρεσίας συνοδών, με σαφώς καθορισμένα απαιτούμενα προσόντα, καθώς, επίσης, να καθοριστούν με πιο αντικειμενικούς όρους τα καθήκοντα εργοδότησης τους, ανάλογα με το είδος των αναγκών του παιδιού που καλούνται να εξυπηρετήσουν. 

Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις προκύπτει, ως επιτακτική, η ανάγκη να αποσαφηνιστούν οι όροι εντολής των Επιτροπών Πρόσληψης και τα κριτήρια στη βάση των οποίων λαμβάνονται οι αποφάσεις τους.

Οι αποφάσεις των Επιτροπών Πρόσληψης συνοδών πρέπει να τεκμηριώνονται στη βάση του συμφέροντος του παιδιού και, όπου κρίνεται αναγκαίο, οι Επιτροπές να προβαίνουν σε ανάλογη επανεξέταση και αναθεώρηση των αποφάσεων. Να λαμβάνεται υπόψη και να αποτυπώνεται η άποψη του παιδιού στην επιλογή συνοδού.

Είναι αναγκαίο να υπάρχει ξεκάθαρος προγραμματισμός για συστηματική και υποχρεωτική επιμόρφωση τους, ανάλογα με τις εξειδικευμένες ανάγκες στις οποίες καλούνται να ανταποκριθούν.

Πρέπει να υπάρξει αναθεώρηση του συστήματος εποπτείας ή/και λογοδότησης των Σχολικών Εφορειών, σε επίπεδο κανονιστικών ρυθμίσεων ή/και νομοθετικών διατάξεων, αφού στο υφιστάμενο πλαίσιο από νομικής άποψης, αφενός μεν οι Σχολικές Εφορείες δεν υπάγονται στο ΥΠΠ σε ό,τι αφορά τις προσλήψεις προσωπικού, ενώ, κατά τα άλλα, προσλαμβάνουν σχολικούς βοηθούς/συνοδούς στη βάση των αποφάσεων του ΥΠΠ. Ενδεχομένως, να κρίνεται, πλέον, αναγκαίος ο καθορισμός ενός κεντρικού φορέα, ο οποίος να λειτουργεί ως η ανώτατη διοικητική αρχή των  Σχολικών Εφορειών.

Με δεδομένο τον διακηρυγμένο προσανατολισμό του ΥΠΠ προς τη μεταρρύθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης με τρόπο που να συνάδει με τη φιλοσοφία της ενιαίας εκπαίδευσης, η Επίτροπος επεσήμανε επανειλημμένα την υποχρέωση του Κράτους να μεριμνά για την παροχή, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, εξειδικευμένης βοήθειας, σε κάθε παιδί που την χρειάζεται, εντός της γενικής τάξης. Για τον σκοπό αυτό, κρίνεται απαραίτητο να εξευρεθούν εναλλακτικοί τρόποι οργάνωσης της διδασκαλίας και της ύλης, ακόμη και σε επίπεδο συνδιδασκαλίας που να παρέχεται από δεύτερο προσοντούχο εκπαιδευτικό, ώστε να διευκολύνεται η διαφοροποίηση και η εμπέδωση της ύλης, με ανάλογες προσαρμογές στη μεθοδολογία, στα μέσα που χρησιμοποιούνται και στο ευρύτερο σχολικό περιβάλλον. Με αυτόν τον τρόπο, θα γίνει ευδιάκριτος διαχωρισμός των ρόλων και των ευθυνών, ώστε τα καθήκοντα των συνοδών να μη συγχέονται με τα καθήκοντα του «βοηθού εκπαιδευτικού». Ο ρόλος των συνοδών, αν και όπου η παρουσία τους κρίνεται ως αναγκαία, δεν πρέπει να διευρύνεται με τρόπο που να απαιτείται να διεκπεραιώνουν, καταχρηστικά, οποιοδήποτε εκπαιδευτικό έργο. Η ευθύνη της διδασκαλίας και της μάθησης σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μετατίθεται στο βοηθητικό προσωπικό, αλλά αποκλειστικά σε εκπαιδευτικούς λειτουργούς.

Αναφορικά με τον τρόπο παροχής Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, η Επίτροπος εισηγήθηκε[9] όπως, «το ΥΠΠ προχωρήσει στη σύσταση επιτροπής ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, η οποία να προβεί σε αξιολόγηση του υφιστάμενου συστήματος παροχής εκπαίδευσης σε παιδιά με αναπηρίες, διερευνώντας κατά πόσο το σύστημα αυτό συνάδει με τις πρόνοιες της Σύμβασης για ΑμεΑ. Πρέπει να καθοριστεί, ξεκάθαρα, η συνάφεια μεταξύ του επιδιωκόμενου αποτελέσματος της παρεχόμενης εκπαίδευσης και των βασικών Αρχών που διασφαλίζουν τα δικαιώματα των παιδιών με αναπηρίες» (σ.25). Το ΥΠΠ, στα πλαίσια της «διαμόρφωσης νέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση των αναγκών των παιδιών με αναπηρίες ή άλλες ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες», έχει υιοθετήσει αυτή την υπόδειξη, αναθέτοντας αυτόν το ρόλο σε ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες ευρωπαϊκού φορέα. Με την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης, αναμένεται η διασφάλιση του δικαιώματος κάθε παιδιού στην ενιαία εκπαίδευση, σε πλαίσιο μη-διάκρισης.

(AX/ΣΧ)


[1]«Θέση Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού για την Αγωγή και Εκπαίδευση Παιδιών με Αναπηρίες» (Δεκέμβριος 2011), η οποίαείναι αναρτημένη στην ιστοσελίδα της Επιτρόπου (www.childcom.org.cy) στο σύνδεσμο Επίσημες Θέσεις, Εκθέσεις και Πορίσματα της Επιτρόπου.

[2] Convention on the Rights of the Child, New York, 20 November 1989, http://www.childcom.org.cy/ccr/ccr.nsf/All/EC4B08A25498EE64C2257463002670A7?OpenDocument

(Η Κύπρος κύρωσε τη Σύμβαση στις 7 Φεβρουαρίου 1991)

[3] CRC Committee (2003), General Comment No.5: General Measures of Implementation of the Convention of the Rights of the Child, para.12

[4] ο.π.π. σελ. 26.

[5] ο.π.π. σελ. 31.

[6] Committee on the Rights of the Child (2013): General comment No.14 on the right of the child to have his or her best interest taken as a primary consideration (art.3, para.1).

[9] “Έκθεση της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Λήδας Κουρσουμπά, αναφορικά με τις διαδικασίες και διοικητικές πρακτικές που διέπουν τη λήψη απόφασης για ένταξη παιδιών με αναπηρίες σε συγκεκριμένο πλαίσιο φοίτησης” (Μάιος 2017).